«Η ζωή μου στο Άουσβιτζ και στο Μπέργκεν - Μπέλσεν»
Όπως καταγράφηκε από την Lina Galasso Delfini Συντάχθηκε από τον Isaac Habib Μεταφράστηκε από την Ισραηλιτική Κοινότητα Ρόδο
Σημείωση του διαχειριστή του ιστολογίου: Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται με άδεια της Ισραηλίτικης Κοινότητας Ρόδου.
«Πριν από επτά χρόνια ο πατέρας μου Guershon με κάλεσε στην κρεβατοκάμαρά του και μου είπε τα ακόλουθα: «Σπουδάζεις Ιταλικά τώρα! Θα πρέπει να είσαι σε θέση να καταλάβεις αυτό το ημερολόγιο που γράφτηκε στη Ρώμη στις αρχές του 1946. Διάβασε το και να το θυμάσαι. Αυτή η ιστορία δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί!» Μου έδωσε ένα φάκελο με τη μαρτυρία της μητέρας μου, όπου διηγείται την τραγωδία που έπληξε τους Εβραίους της Ρόδου το Ιούλιο του 1944. Στις σελίδες αυτές, κιτρινισμένες από τον χρόνο, η μητέρα μου Λουκία αφηγείται λεπτομερώς την ιστορία της απέλασης των Εβραίων από τη Ρόδο από τους Γερμανούς και αναφέρεται στη δική της εμπειρία στα στρατόπεδα του Άουσβιτς και του Μπέργκεν - Μπέλσεν.
Διάβασα τη μαρτυρία της μία φορά και δεν μπορούσα να τη διαβάσω ξανά μέχρι που είδα την ταινία «Η Λίστα του Σίντλερ», του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Τότε αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να μεταφραστεί η ιστορία της μητέρας μου έτσι ώστε να την μοιραστώ με όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Πάνω από πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έπαψε να υπάρχει εβραϊκή ζωή στη Ρόδο. Δυο εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι μισοί από τους οποίους ήταν Εβραίοι.
Εμείς τα παιδιά των επιζώντων, γνωστοί ως δεύτερη γενιά, έχουμε το καθήκον να πούμε στα παιδιά μας ό, τι γνωρίζουμε για τις φρίκες που διαπράχθηκαν στους ανθρώπους που στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τη ναζιστική Γερμανία, έτσι ώστε με τη σειρά τους να μιλήσουν στα δικά τους παιδιά.
Αυτή η μαρτυρία που πρόκειται να διαβάσετε ειπώθηκε από τη μητέρα μου στη Lina Galasso Delfini. Αυτή η υπέροχη κυρία, με την οποία είχα τη χαρά να συναντηθώ στη Ρώμη το καλοκαίρι του 1966, έδωσε στη μαμά μου ένα σπίτι στην Ιταλία ενώ περίμενε να φύγει για το Βελγικό Κονγκό.
Ευχαριστώ τους Reginald Little, Verity Newett και Kerry Abramowitz για την βοήθεια τους στην πραγματοποίηση αυτού του βιβλίου».
Isaac HABIB
Κέιπ Τάουν, 2 Ιουνίου 1995
Η ΕΒΡΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ : ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Οι Εβραίοι κατοικούσαν στη Ρόδο ήδη από τις βιβλικές εποχές: (Μακκαβαίοι Ι: 22-23).
Στο 1173 ο Βενιαμίν της Τουδέλης σταμάτησε στη Ρόδο, στο δρόμο του προς την Ευρώπη, και βρήκε 400 Εβραίους που ζούσαν ήδη στο νησί.
Το 1309, οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη εγκαταστάθηκαν στη Ρόδο και ιστορικά γεγονότα αναφέρονται στις διώξεις των λαών που είχαν κατακτήσει. Συναγωγές βεβηλώθηκαν, τα δικαιώματα των Εβραίων περιορίστηκαν.
Στις 25 Δεκεμβρίου του 1522, η Ρόδος έπεσε στα χέρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1912, όταν η Ιταλία κατέλαβε το νησί.
Τον Ιούνιο του 1936, η ιταλική κυβέρνηση άρχισε να αλλάζει σιγά σιγά τη στάση της απέναντι στους Εβραίους.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1936, ο Τσέζαρε Μάριο Ντε Βέκι διορίστηκε διοικητής των Δωδεκανήσων. Ήταν ισχυρός υποστηρικτής του Φασιστικού καθεστώτος. Η άφιξή του σηματοδότησε την έναρξη ισχυρών αντι-εβραϊκών μέτρων. Το Ραβινικό Κολέγιο έκλεισε, οι Εβραίοι έπρεπε να κρατούν τα καταστήματά τους ανοιχτά το Σάββατο και κατά τη διάρκεια εορταστικών εορτών ...
Τον Σεπτέμβριο του 1938, η εφαρμογή των ρατσιστικών νόμων κατά των Εβραίων της Ιταλίας και των κατεχομένων εδαφών, ξεκίνησε από τη Ρώμη μετά τη συμμαχία της Ιταλίας με τη Γερμανία.
Ακολουθούν ορισμένοι από τους ρατσιστικούς νόμους:
Δεν επιτρεπόταν στους Εβραίους να διδάσκουν σε σχολές του δημοσίου.
Τα εβραιόπουλα δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν μαθήματα σε σχολεία που ήταν νομικά αναγνωρισμένα.
Όλες οι παραχωρήσεις σε Ιταλούς Εβραίους ανακλήθηκαν.
Δεν επιτρεπόταν στους Εβραίους να έχουν μη Εβραίους υπηρέτες.
Τα ονόματα των ανθρώπων που ανήκουν στην Εβραϊκή θρησκεία έπρεπε να καταγράφονται στα γραφεία μητρώου.
Οι Εβραίοι της Ιταλίας δεν έπρεπε να υπηρετούν στον ιταλικό στρατό.
Οι Εβραίοι δεν δικαιούνταν να κατέχουν γη, κτίρια, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις.
Οι Εβραίοι που εγκαταστάθηκαν στο ιταλικό έδαφος μετά τον Ιανουάριο του 1919 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα μέσα σε 6 μήνες. (Εβραίοι από την Ασιατική Τουρκία, την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, εγκαταστάθηκαν στη Ρόδο ως επακόλουθο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Με την συνθήκη της Λωζάνης είχαν αποκτήσει την ιταλική υπηκοότητα. Η Παγκόσμια Ισραηλιτική Συμμαχία ( Alliance Israélite Universelle) παρενέβη και η ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε ότι όσοι Εβραίοι απέκτησαν την ιταλική υπηκοότητα μέσω της συνθήκης αυτής δεν μπορούν να εκδιωχθούν). Όμως η αβεβαιότητα και ο φόβος, οδήγησε την πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών στη μετανάστευση από το νησί της Ρόδου (1939 - 1940).
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω μια ομάδα από νεαρές εβραιοπούλες από τη Ρόδο, που επέζησαν των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Άουσβιτς, του Mπέλσεν και του Νταχάου.
‘Ελαβα ένα τηλεγράφημα, από μια φίλη του ξαδέλφου μου από την Ροδεσία που με παρακαλούσε να πάω και να αναζητήσω τη μοναδική της αδερφή σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση: Via Condotti 5, Ρώμη. Εκεί βρήκα μια νεαρή κοπέλα τη Lucia Capelluto, με αριθμό τατουάζ στο χέρι της από τους ΕΣ ΕΣ A24287. Την συνάντησα μαζί με την Mm. Vittoria Buciuk Castrucci, επίσης εβραϊκής καταγωγής από τη Ρόδο, που διασώθηκε από την οργάνωση « Αδελφές της Σιών» κατά τη διάρκεια της δίωξης των Εβραίων της Ρώμης.
Εκτός από τη Lucia υπήρχαν και άλλες κοπέλες, φίλες της, που μόλις είχαν επιστρέψει από τη Γερμανία. Τα κομμένα μαλλιά τους, η χαμένη και ανήσυχη έκφρασή τους με επηρέασαν πολύ . Αν και είχαν ήδη αρχίσει να αναρρώνουν, δεν θα ξεχάσω ποτέ το ανήσυχο βλέμμα αυτών των καταβεβλημένων προσώπων. Όλες με παρακάλεσαν με αγωνία, το ίδιο πράγμα. Να τους βοηθήσω να βρουν ένα μέρος να μείνουν μέχρι να ξεκουραστούν και να ηρεμήσουν. "Διαμονή" στη Ρώμη το Σεπτέμβριο του 1945! Μου ζητούσαν κάτι δύσκολο ως αδύνατο. Ήθελα πολύ να κάνω κάτι γι’ αυτές αλλά έπρεπε να αρκεστώ στο να φιλοξενήσω στο σπίτι μου μόνο το νεαρό κορίτσι, τη Lucia, όπως μου είχε ζητήσει ο ξάδελφος μου.
Δημιούργησα φιλικούς δεσμούς με τις τέσσερις φίλες της Lucia, που είχαν υποφέρει μαζί, και έτσι έμαθα την απίστευτη ιστορία των Εβραίων της Ρόδου. Δύο χιλιάδες Ροδίτες Εβραίοι απελάθηκαν από τους Γερμανούς και εξοντώθηκαν κάτω από άθλιες συνθήκες. Οι επιζώντες ανέρχονται σε λίγο πιο πάνω από εκατό σαράντα άτομα κυρίως γυναίκες νεαρής ηλικίας που είχαν τη φυσική δύναμη να αντέξουν στις συνθήκες.
Από τα εκατό νεαρά κορίτσια από τη Ρόδο που στάλθηκαν στο στρατόπεδο Μπέλσεν δεκαπέντε επέζησαν - πέντε από αυτά έχασαν τη ζωή τους αμέσως μετά την απελευθέρωση. Θαύμασα την ηρεμία και την καλοσύνη που διατηρούσαν αυτά τα νεαρά κορίτσια, παρά τις κακουχίες που υπέφεραν και την απώλεια των οικογενειών τους που εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων ή πέθαναν από πείνα, δυσεντερία ή απελπισία. Ρώτησα την Allegra Levi πως καταφέρνει να συνεχίζει να αγαπά τους ανθρώπους, ενώ σκοτώθηκαν δεκατέσσερα μέλη της οικογένειάς της, συμπεριλαμβανομένων του πατέρα της, της μητέρας της, δύο αδελφών, δύο γαμπρών, έξι ανιψιών που κάηκαν ζωντανοί στους φούρνους. Απάντησε: "Υπάρχουν ακόμα πολλοί καλοί άνθρωποι στον κόσμο πάνω από όλους οι Ιταλοί αξιωματικοί στο στρατόπεδο του Witzendorf. Μας φρόντισαν και μας βοήθησαν με τρόπο που μόνο μια μητέρα θα το έκανε".
Η Vittoria Capelluto, μια άλλη επιζήσασα, που κατά τύχη την είχε ανακαλύψει στη Ρώμη η αδελφή της Ρόζα, ενώ νόμιζαν ότι πέθανε στο κρεματόριο, μου είπε με αφοπλιστική φυσικότητα: «’Ήταν έτοιμοι να με βάλουν στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς, παρέμεινα για τρεις μέρες στο κρεματόριο και τότε έφτασε η διαταγή από το Βερολίνο να ανασταλεί αυτή η μορφή εκτέλεσης επειδή οι Σύμμαχοι πλησίαζαν ... τώρα, το μόνο που θέλουμε η αδελφή μου και εγώ είναι ένα δωμάτιο όπου θα μπορέσουμε να ξεκουραστούμε και να συνέλθουμε».
Η αγαπημένη μου φιλοξενούμενη Λουκία, από την αρχή εξέφρασε την επιθυμία να φύγει, το συντομότερο δυνατόν, προκειμένου να πάει να συναντήσει τις υπόλοιπες μεγαλύτερες αδελφές της, που έμεναν στη Ροδεσία.
Καθώς υπάρχουν ακόμα πολλοί άνθρωποι που αμφισβητούν ή διστάζουν να πιστέψουν τις φρικαλεότητες που συνέβησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήθελα να καταγράψω λέξη προς λέξη την τρομακτική, απίστευτη ιστορία των Εβραίων της Ρόδου, όπως μου την διηγήθηκε η Λουκία. Έτσι απλά ένα βράδυ του Ιανουαρίου του 1946 η Λουκία μας άνοιξε την καρδιά της .Όλοι συγκινημένοι και τρομοκρατημένοι συγκεντρωθήκαμε γύρω της να ακούσουμε τη μαρτυρία της , που δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί.
Η Λουκία Καπελούτο, προτού ξεκινήσει την ιστορία της, μας έδωσε το λόγο της τιμής της ότι όλα όσα θα μας πει ήταν αληθινά ... η πραγματική αλήθεια: - "Τώρα βλέπετε μπροστά σας πρόσωπα με νέο δέρμα, καινούργια μαλλιά." Στο Μπέλσεν ζυγίζαμε τριάντα έως τριάντα πέντε κιλά, τα κεφάλια μας ήταν ξυρισμένα και όλοι ήμασταν άρρωστοι. Μόνο δέρμα και κόκκαλα ... Το λιγοστό αίμα που απέμενε ακόμα στις φλέβες μας το πιπίλιζαν ένας στρατός από πεινασμένες ψείρες , κόκκινες, μαύρες, άσπρες, ακόμα και φτερωτές. Στο λόγο μου έτσι ήταν. Προσπαθούσαμε απελπισμένα να απαλλαγούμε από αυτά τα παράσιτα. Το δέρμα μας ήταν καλυμμένο με πληγές, τα σημάδια είναι ακόμα ορατά ... αλλά ας πάρουμε ένα πράγμα κάθε φορά! "
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΑΠΟ ΡΟΔΟ ΚΑΙ ΚΩ ΓΙΑ ΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΖ
I. Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΡΟΔΟ ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
«Ήταν Ιούλιος του 1944. Η Ρώμη είχε απελευθερωθεί και πιστεύαμε ότι το τέλος του πολέμου ήταν κοντά» Στη Ρόδο οι Εβραίοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τους Γερμανούς .Κάποιοι κάτοικοι στην εβραϊκή συνοικία είχαν εγκαταλείψει την πόλη λόγω αεροπορικών επιδρομών και είχαν καταφύγει σε χωριά στο εσωτερικό του νησιού. Κατά τους τελευταίους μήνες της κατοχής, πραγματοποιήθηκε μια ακριβής απογραφή του πληθυσμού και, εμείς οι Εβραίοι αποκομμένοι από τον κόσμο, αγνοούσαμε το τι συνέβαινε στην Ευρώπη. Στις 20 Ιουλίου 1944, ένα γερμανικό διάταγμα εμφανίστηκε στην εφημερίδα «Il Messagero di Rodi» που διέταζε τους Εβραίους να παρουσιαστούν στο γραφείο της «L'Aeronautica» κοντά στο ξενοδοχείο «Θέρμαι» την Πέμπτη στις 8 π.μ. Όλοι οι άνδρες εμφανίστηκαν ανυποψίαστοι προσκομίζοντας τα δελτία ταυτότητάς τους. Συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο υπόγειο του κτιρίου. Εκείνο το βράδυ, στις γυναίκες διαβιβάστηκε μια άλλη εντολή . Έπρεπε να παρουσιαστούν στις 7μ.μ., φέρνοντας μαζί τους ό,τι χρυσό ή κοσμήματα είχαν στην κατοχή τους και αν δεν το έκαναν, οι άνδρες θα εκτελούντο. Έτσι ακριβώς μπήκαμε και εμείς στο στόμα του λιονταριού και χωρίς δεύτερη σκέψη εμφανιστήκαμε όλες. Οι Γερμανοί αφού κράτησαν τα τιμαλφή, μας έστειλαν ξανά στα σπίτια μας και μας διέταξαν να επιστρέψουμε το επόμενο πρωί στις 11 η ώρα με προμήθειες και ρουχισμό για μια περίοδο δέκα ημερών. Την Παρασκευή το μεσημέρι είμασταν όλοι στο κτίριο της "Commando Aeronautica". Φήμες έλεγαν ότι ο σκοπός ήταν να εγκατασταθούμε οι Εβραίοι στα χωριά του νησιού, αλλά δυστυχώς αυτό δεν ήταν αλήθεια .
Υπήρχαν δύο χιλιάδες από εμάς συγκεντρωμένοι στα άνω δωμάτια με την εντολή να παραδώσουμε χρήματα και κοσμήματα. (Η αδελφή μου τόλμησε να κρύψει μερικά ιταλικά χαρτονομίσματα στη σόλα του παπουτσιού της αν και δεν είχαν αξία εκτός της Ρόδου). Με αυτόν τον τρόπο οι Γερμανοί απέκτησαν πολλά τιμαλφή, αν και κάποιες χωρίς να φοβούνται προτίμησαν να ρίξουν τα τιμαλφή τους στις λεκάνες από τις τουαλέτες αντί να τα δώσουν στον εχθρό.
Μερικές ώρες αργότερα δόθηκε η εντολή να παραδώσουμε στους Γερμανούς , κεριά, τσιγάρα, μαχαίρια, ψαλίδια και άλλα αντικείμενα. Είχαμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε ότι κάτι συνέβαινε και μερικοί άρχισαν να κλαίνε. Από το δρόμο ακούγαμε αναταραχή και φωνές από φίλους και γνωστούς μας που ανησυχούσαν. Μερικοί φίλοι, μας είχαν φέρει φαγητό και μας πληροφόρησαν ότι είχαν εμφανιστεί τρία πλοία στο λιμάνι.
Την πρώτη νύχτα, από την Παρασκευή μέχρι το Σάββατο, την περάσαμε καθισμένοι στο πάτωμα χωρίς να μας δοθεί καθόλου φαγητό . Το Σάββατο φαινόταν ατέλειωτο .Ο φόβος άρχισε να μας κυριεύει . Το βράδυ του Σαββάτου το περάσαμε άγρυπνοι αγωνιώντας για το μέλλον μας. Ο καθένας
μας έβλεπε στα μάτια των άλλων την αντανάκλαση των δικών του φόβων και συμφορών .
Περίπου στις 4 τα ξημερώματα της Κυριακής, έφτασαν φορτηγά για μας. Προκειμένου ο υπόλοιπος πληθυσμός να μην γίνει μάρτυρας του γεγονότος, για να μην προσπαθήσει να μας βοηθήσει, χτύπησαν οι σειρήνες. Έξω από το κτίριο η αστυνομία παρατάχθηκε και μας διέταξαν να βαδίζουμε σε ομάδες των πέντε ατόμων, μια θλιβερή παρέλαση , ανάμεσα στους Γερμανούς που στεκόντουσαν με παρατεταμένα τα όπλα τους. Οι ηλικιωμένοι, οι άρρωστοι και οι τρεις νεαροί κρατούμενοι που απελευθέρωσαν από τη φυλακή, φορτώθηκαν στα φορτηγά. Οι υπόλοιποι φτάσαμε στο λιμάνι με τα πόδια. Αφήσαμε πίσω το νησί μας "Το νησί των ρόδων", την όμορφη θάλασσα μας, τα σπίτια μας, τους νεκρούς μας, τους φίλους μας και όλα τα υπάρχοντά μας.
Αφού βάλανε πάνω από πεντακόσιους από εμάς σε κάθε πλοίο, στοιβαγμένους μεταξύ μας, τα πλοία απέπλευσαν. Με δυσκολία μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Μας είχε κυριεύσει απέραντη θλίψη και φόβος. Φτάσαμε στο Piscopi, ένα νησί γεμάτο βουνά. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Ακόμη και ο ήλιος δεν είχε καμία λύπηση για εμάς και οι ακτίνες του μας χτυπούσαν αλύπητα. Μέχρι το μεσημέρι, αισθανόμασταν ότι δεν μπορούσαμε να αντέξουμε άλλο τη δίψα.
Δεν μπορούσαμε να ανασάνουμε από τα κύματα ζεστού αέρα, χωρίς μια σταγόνα νερό για να πιούμε. Τα παιδιά έκλαιγαν και οι μητέρες δεν ήξεραν τι να κάνουν για να τα καθησυχάσουν. Το ταξίδι μας συνεχίστηκε και το βράδυ και την επόμενη μέρα βρισκόμασταν στη Λέρο όπου συναντήσαμε ένα άλλο πλοίο από την Κω με το ίδιο θλιβερό φορτίο, τους Εβραίους της Κω. Τρεις μέρες! Τρεις ολόκληρες ατελείωτες μέρες περάσαμε κάτω από τον ήλιο με το φόβο της αεροπορικής επίθεσης. Την τρίτη μέρα εντοπίσαμε ένα ιταλικό φορτηγό και το πλήρωμα του μας έδωσε νερό, ψωμί, κουτάκια κρέατος και μαργαρίνη.
Την Κυριακή το πρωί φτάσαμε στη Σάμο και το απόγευμα στον Πειραιά. Δεν είμασταν πλέον οι εαυτοί μας, βρώμικοι, δύσοσμοι και ιδρωμένοι …… Μία φοβερή τραγωδία μόλις είχε ξεκινήσει και γινόταν όλο και πιο φρικιαστική όσο περνούσε η ώρα! Παρόλα αυτά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε όλα όσα επρόκειτο να συμβούν , μα και να γνωρίζαμε, δεν θα μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Μείναμε στα πλοία μέχρι το επόμενο πρωί, χωρίς να μπορούμε να κουνηθούμε λόγω έλλειψης χώρου και σίγουρα δεν μπορούσαμε να πλυθούμε .
- "Νερό! Νερό!" – Όλοι μας παρακαλούσαμε.
Όταν επιτέλους αποβιβαστήκαμε, τρεις από τους πιο αδύναμους κατέρρευσαν και πέθαναν. Αυτά ήταν τα πρώτα θύματα. Στο λιμάνι μας
περίμεναν τα φορτηγά. Ένας Γερμανός αξιωματικός με πήρε από το χέρι και με τράβηξε μακριά από τη μητέρα μου. Τρομοκρατημένη, ζήτησα να με αφήσει να πάω μαζί της . Ένας Ιταλός στρατιώτης, που είδε το περιστατικό, με έσπρωξε προς το δεύτερο όχημα χωρίς να τραβήξει την προσοχή των Γερμανών. Έτσι μπόρεσα να είμαι και πάλι μαζί με τη μητέρα μου που για μια στιγμή φοβήθηκα είχα χάσει για πάντα. Μας οδήγησαν σε στρατώνες χωριστά από τους άνδρες. (Ευτυχώς, ο πατέρας μου είχε πεθάνει αρκετά χρόνια νωρίτερα και δεν είχα αδέρφια).
Μας μετέφεραν στο Χαϊδάρι, δεκαπέντε χιλιόμετρα από τον Πειραιά. Μόλις φτάσαμε, οι Γερμανοί μας έκαναν ντροπιαστικό έλεγχο για να διαπιστώσουν αν κρύβουμε χρυσό σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος μας - "Δεν θέλω να θυμάμαι τι έκαναν σε μια νεαρή κοπέλα που αντιστάθηκε!" - Η Lucia, θυμούμενη την φρικτή σκηνή, κρύβει με τα χέρια το πρόσωπό της και συνεχίζει - «Μας πήραν όλα τα καλά ρούχα μας, τις κονσέρβες με το κρέας και ότι άλλο φαγώσιμο. Το βράδυ μας έδωσαν μπιζελόσουπα με ψωμί και για τα παιδιά ρύζι και γάλα. Την επόμενη μέρα μας έδωσαν φασολάδα γεμάτη σκουλήκια που δεν μπορούσες να τη φας αλλά ένας από τους ξαδέλφους μου, πεινασμένος όπως ήταν , την έφαγε ούτως ή άλλως. Αργότερα συνειδητοποιήσαμε ότι υπήρχε νερό στις τουαλέτες. Αμέσως σκεφθήκαμε πόσο ευχάριστο θα ήταν να πλυθούμε μετά από οκτώ μέρες αφόρητης ζέστης, αλλά οι βασανιστές μας, διέκοψαν την παροχή νερού. Τι καταστροφή! Μείναμε στο Χαϊδάρι για τρεις μέρες και στο τέλος επανασυνδεθήκαμε με τους άνδρες.
Μας αφαίρεσαν ξανά τα ρούχα μας για ένα τελευταίο έλεγχος ώστε να πάρουν και το τελευταίο αντικείμενο που θα μπορούσε να έχει την παραμικρή αξία. Αυτή τη φορά οι Γερμανοί έβαλαν τους γονείς να γδύνονται μπροστά στα παιδιά τους. Ο έλεγχος ολοκληρώθηκε και μεταφερθήκαμε με φορτηγό στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας, όπου μας έβαλαν σε ένα τρένο, εβδομήντα άτομα ανά βαγόνι. Ήταν αδύνατο να κινηθούμε μέσα στο βαγόνι. Τα βαγόνια σφραγίστηκαν. Το μόνο άνοιγμα ήταν ένα μικρό παράθυρο πάνω από εμάς. Πού μας πήγαιναν σε τέτοιες συνθήκες; Δεν μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε και να κατανοήσουμε το κακό που μας βρήκε. Το ταξίδι διήρκεσε δεκαπέντε ημέρες. Μας έδωσαν δυόμισι καρβέλια ψωμί, κρεμμύδια, σταφίδες, μια μικρή ποσότητα μελιού. και για όλους μας έδωσαν να μοιραστούμε τρία βαρέλια γεμάτα με νερό, δεκαπέντε καρπούζια και μερικά λεμόνια. Στο φορτηγό βαγόνι, που ήταν το σπίτι μας για δεκαπέντε μέρες, μοιραστήκαμε τις προμήθειες σε ίσες μερίδες. Το νερό που μας έδωσαν δεν πινόταν. Σε κάθε στάση παρακαλούσαμε τους ανθρώπους να μας δώσουν νερό, αλλά οι Γερμανοί μας απειλούσαν με τα όπλα τους. Η έλλειψη νερού ήταν τρομερό μαρτύριο. Μας είχαν δώσει κουβάδες για τις προσωπικές μας ανάγκες.
Περάσαμε τη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια ταξιδέψαμε προς την Αυστρία. Ήταν σε αυτό το στάδιο που είχαμε την αφελή ψευδαίσθηση ότι στο τέλος ενός τέτοιου βασανιστικού ταξιδιού θα φτάσουμε σπίτι. Αλλά, αντίθετα, μας πήρανε μέσω της Τσεχοσλοβακίας, όπου ο κόσμος ήξερε για το θλιβερό φορτίο κάθε βαγονιού . Όταν σταματήσαμε σε ένα σταθμό μας έφεραν λευκό ψωμί, σταφύλια, φρούτα, αλεύρι, σοκολάτα, γλυκά. Οι Γερμανοί κατάσχεσαν αυτά τα πολύτιμα δώρα για τον εαυτό τους και μας είπαν ότι δε θα μας δώσουν τίποτα άλλο φαγώσιμο. Τα φαγητά μας είχαν εξαντληθεί. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ή τεσσάρων ημερών όλοι μας αισθανόμασταν ότι σβήναμε. Βρισκόμαστε στο πάτωμα ο ένας πάνω από τον άλλο. Η ζέστη, η βρωμιά, η δυσωδία ήταν αφόρητη. Τα παιδιά δεν είχαν δύναμη ούτε να κλάψουν...
Στις 16 Αυγούστου 1944 φτάσαμε στην Πολωνία, στο διαβόητο στρατόπεδο του Άουσβιτς.
Το τρένο στάθμευσε ακριβώς στη μέση των καταυλισμών στο Birkenau. Εκεί, μας διέταξαν να κατέβουμε. Τα αδύναμα, πρησμένα πόδια μας δεν μπορούσαν πλέον να μας στηρίξουν. Τα πρόσωπά μας είχαν παραμορφωθεί. Η έκφραση στα μάτια μας ήταν τόσο διαφορετική. Μοιάζαμε σαν κυνηγημένα και τραυματισμένα ζώα. Πλησίασαν μερικοί κρατούμενοι, των οποίων το καθήκον ήταν να μεταφέρουν τα λιγοστά μας υπάρχοντα και μας είπαν. – «Αφήστε τα πράγματα σας στα βαγόνια ! Θα σας τα φέρουμε αργότερα!» - και μας έσπρωξαν προς το κτίριο για την απολύμανση. Μας χώρισαν σε ξεχωριστές ομάδες. άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένους, νέους, παιδιά και μητέρες. Από εκείνη τη στιγμή δεν ξαναείδα τη μητέρα μου. Ελπίζω μόνο ότι δεν υπέφερε πάρα πολύ. Μας άφησαν γυμνούς στο λουτρό έως τις επτά το βράδυ χωρίς φαγητό ή νερό . Στη συνέχεια οι πολωνές φυλακισμένες μας ξύρισαν τα κεφάλια. Κλαίγαμε και γελούσαμε νευρικά όταν είδαμε η μια την άλλη και λέγαμε μεταξύ μας : «Τώρα μοιάζεις με τον αδερφό σου και εσύ, με τον πατέρα σου, το μόνο που χρειάζεσαι είναι γυαλιά!» Η ταπείνωση δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ξύρισαν όλα τα μέλη του σώματός μας και μας απολύμαναν μπροστά στους στρατιώτες και τους άλλους κρατούμενους. Όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα. Μας μοίρασαν κάποια ρούχα για να καλύψουμε τη γύμνια μας . Ένα είδος φόρμας για τον καθένα. Τίποτα άλλο. Ούτε εσώρουχο , ούτε παλτό. (Η αδελφή μου, που είχε καταφέρει να πάρει ένα εσώρουχο , ξυλοκοπήθηκε με ένα κλομπ από μία Πολωνέζα φρουρό). Στη συνέχεια οδηγηθήκαμε σε στρατόπεδα αποκλειστικά για γυναίκες. Ο χώρος ήταν αρκετά καθαρός και ήμασταν τελικά σε θέση να ξεκουραστούμε.
Στις 3.30 μ.μ. ένα σφύριγμα μας έβγαλε από το λήθαργο. Έπρεπε να σηκωθούμε, να βγούμε έξω και να σταθούμε σε ομάδες των πέντε, ντυμένοι με το μοναδικό μας ρούχο, στο κρύο, σιωπηλές και ξεχωριστά η μία από την άλλη. Περιμέναμε την υπεύθυνη για το στρατόπεδο, μια Εβραία από την Τσεχοσλοβακία ερωμένη του Γερμανού αξιωματικού. Διοικούσε τυραννικά το στρατόπεδο για πέντε χρόνια. Συνήθως εμφανιζόταν στις 7 το πρωί ενώ εμείς μετά το πρωινό εγερτήριο έπρεπε να παραμείνουμε έξω, κάτω από οποιοδήποτε καιρικές συνθήκες, μέχρι τις 2 απόγευμα. Στις 4 το απόγευμα ένα άλλο σφύριγμα μας καλούσε να παραταχθούμε σε σειρές μέχρι τις 6 και μισή το απόγευμα. Τότε πραγματοποιούσαν έλεγχο οι Γερμανοί. Ήταν η ίδια ρουτίνα κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Αυτές ήταν οι εντολές.
Η Vittoria, μια από τις φίλες μου , πάντα λιποθυμούσε. Επειδή ήταν πολύ αδύναμη, οι γιατροί την είχαν ξεχωρίσει αρκετές φορές από την ομάδα για να την στείλουν στο κρεματόριο, αλλά κατάφερνε να ξεφύγει κρυμμένη πίσω από άλλες φυλακισμένες. Είναι πραγματικά θαύμα το ότι είναι ακόμα ζωντανή. Ζύγιζε μόνο είκοσι οκτώ κιλά. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών του πολέμου, πέρασε τρεις μέρες στην αίθουσα αερίων περιμένοντας να πεθάνει,αλλά έφτασε από το Βερολίνο η εντολή που ανέστειλε τις εκτελέσεις, επειδή οι Σύμμαχοι ήταν πολύ κοντά. Αυτό την έσωσε.
Το καθημερινό μας γεύμα ήταν διακόσια γραμμάρια ψωμί (οι γυναίκες που ήταν υπεύθυνες για τη διανομή έκρυβαν λίγο από αυτό), λίγο μέλι και μαργαρίνη, μισό λίτρο σούπας σιμιγδαλιού με γογγύλια ή καρότο χωρίς αλάτι ή καρυκεύματα. Όλοι έπρεπε να φάμε από την ίδια κατσαρόλα. Είχαμε φτιάξει ξύλινα κουτάλια για να μοιράζουμε τις μερίδες δίκαια. Συχνά δίναμε λίγο από το ψωμί μας στους εβραίους φρουρούς με αντάλλαγμα ένα επιπλέον ρούχο. Τα βράδια ήταν κρύα αλλά οι μέρες ήταν ακόμα ζεστές.
Έξω από το στρατόπεδο, υπεύθυνοι ήταν οι Γερμανοί, ενώ μέσα ήταν οι Εβραίοι που είχαν πουλήσει τη ψυχή τους . H "Blokowa" ήταν η πιο σκληρή. Αν παρατηρούσε ότι οι κρατούμενες είχαν σκίσει κουβέρτες για να καλύψουν και να προστατεύσουν τα αδύναμα σώματα τους από το κρύο τις διέταζε να ξεντυθούν, να βάλουν το ρούχο τους σε ένα σωρό και να γονατίσουν με τα χέρια ψηλά μια ολόκληρη μέρα χωρίς φαγητό παρά την αδυναμία τους.
Κάθε φυλακισμένος χρεωνόταν με δύο κουβέρτες, αλλά οι Πολωνοί, που ήταν στο στρατόπεδο για αρκετά χρόνια και είχαν υποφέρει περισσότερο, τις έκλεβαν από τους υπόλοιπους.
Η εξάντληση, η πείνα και το κρύο οδηγούσαν συχνά σε διαμάχες και ο φύλακας που είχε υπηρεσία έτρεχε να αποκαταστήσει την τάξη χτυπώντας τους με το κλομπ.
Με την μεγαλύτερη αδερφή μου τη Rachel ήταν διαφορετικά. Τσακωνόμασταν συχνά αυτή και εγώ, επειδή ήθελε να αφήσει το δικό της μερίδιο του φαγητού για να το φάω εγώ που ήμουν μικρότερη. Για εκείνη, ήμουν κόρη της και όχι αδελφή της.
Στο Άουσβιτς βλέπαμε συχνά τις ψηλές φλόγες από το κρεματόριο που έδιναν μια απειλητική λάμψη στο στρατόπεδο. Λέγεται ότι το γκρι σαπούνι που μας δίνανε από καιρό σε καιρό το έφτιαχναν από την τέφρα εκείνων που καίγονταν ... Τα αγαπημένα μας πρόσωπα; Οι μητέρες μας; Τα παιδιά μας; Τους έβαζαν στο θάλαμο αερίων και μετά στο κρεματόριο; Όσο για τα μωρά, απλά τα έριχνα ζωντανά στους φούρνους….
Στο στρατόπεδο τα τρόφιμα λιγόστευαν καθώς περνούσαν οι μέρες. Το σκουριασμένο νερό που πίναμε κατέστρεψε τα σωθικά μας. Ο αριθμός των κρατουμένων που πέθαιναν από δυσεντερία αυξανόταν καθημερινά. Στη συνέχεια, ο "GRAN DOCTOR" – όπως αποκαλούσαμε τον Γερμανό γιατρό - επέλεγε τους άρρωστους για να τους στείλει στο νοσοκομείο και από εκεί στο κρεματόριο. Ήμασταν τρομοκρατημένες. Προσπαθούσαμε να κρύψουμε την ασθένεια μας αλλά συχνά υπήρχε ο κίνδυνος να μην προλάβουμε να πάμε εγκαίρως στις τουαλέτες .Υπήρχε μια περίοδος που ο αριθμός των αρρώστων ήταν τόσο μεγάλος που το νοσοκομείο δεν μπορούσε να τους περιθάλψει. Ο "GRAN DOCTOR" ερχόταν γρήγορα στο μπλοκ μας, επέλεγε εκείνες που ήταν σε πιο άσχημη κατάσταση , τις φόρτωνε γυμνές σε φορτηγά και τις έστελνε κατευθείαν στο κρεματόριο. Πώς θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τη λογική μας;
Πάντα έβαζαν έντονες δόσεις βρωμίου στη σούπα μας, που θόλωνε το μυαλό μας, εξασθένιζε τη δύναμη της θέλησής μας, έκαιγε το λαιμό μας και σταματούσε και την εμμηνόρροια. Μπορούσε κανείς να μυρίσει το βρώμιο στην ανάσα του διπλανού του.
Η αδελφή μου Mathilde ήταν απογοητευμένη. Από την αρχή είχε δηλώσει ότι δεν θα μπορούσε να αντέξει σε αυτές τις συνθήκες. Ήταν μεγαλύτερη από μένα. Συνεχώς σκεφτόταν τον αρραβωνιαστικός της ( έναν Ιταλό στρατιώτη που γνώρισε στη Ρόδο).
Όπως και άλλες κρατούμενες, αρρώστησε βαριά, έκλαιγε και πάθαινε κρίσεις υστερίας. Πίστευε ότι η αδελφή μας η Rachel είχε ήδη πεθάνει. Φώναζε και αποζητούσε τον αρραβωνιαστικό της. Η συμπεριφορά της προκαλούσε τους φρουρούς να τη χτυπήσουν με τα κλομπ. Βλέπω ακόμα το αδύνατο πρόσωπο της μέσα στα αίματα. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου πέθανε στις 4 Οκτωβρίου 1944, τρεισήμισι μήνες μετά τη σύλληψή μας. Είχα μόνο τη Rachel που μετά το θάνατο του πατέρα μας, είχε αφιερώσει τον εαυτό της σε όλους μας και με αγαπούσε σαν μητέρα .
Ένα βράδυ διάλεξαν 250 άτομα από εμάς. Θεέ μου, πώς τρέμαμε! Είμασταν παραταγμένες, γυμνές, για να μας εξετάσει ο "GRAN DOCTOR". Οι πιο αδύνατες στάλθηκαν κατευθείαν στο κρεματόριο, τις υπόλοιπες μας πήραν στο «θάλαμο αερίου». Πολύ αργότερα μάθαμε τη χρήση αυτού του χώρου. Ήταν ένας τεράστιος χώρος με αμφιθεατρικό σχήμα, είχε καθίσματα και μεγάλες σωληνώσεις κατά μήκος της οροφής. Προσωπικά δεν ήθελα να καθίσω επειδή, παιδαριωδώς, νόμιζα ότι αν καθόμουν, επρόκειτο να πεθάνω. Αλλά σκοπός ήταν να μας απολυμάνουν και κατόπιν μας έβαλαν να κάνουμε ντους. Στο τέλος μας έδωσαν παράταιρες κάλτσες, ξύλινα παπούτσια, παντελόνι, ένα ελαφρύ φόρεμα και ένα παλτό, πολύ λεπτό για το κλίμα. Στη συνέχεια μας έβαλαν σε βαγόνια στρωμένα με άχυρο στο πάτωμα. Ξεκινήσαμε να ταξιδεύουμε για τις επόμενες τρεις μέρες προς τα νότια . Η αδελφή μου Rachel ήταν μαζί μου.
Ενώ ταξιδεύαμε δια μέσου της χώρας, υπήρχαν πολλές προειδοποιήσεις για αεροπορικές επιδρομές, αλλά δεν φοβόμασταν τις βόμβες γιατί δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με τα όσα τραβήξαμε. Φτάσαμε στο Lager II, στο Landsberg, μόνο εκατό χιλιόμετρα από την Ιταλία.
~ 15 ~
Σε αυτό το στρατόπεδο δεν ήταν τόσο άσχημα. Ήμασταν σε καραντίνα για δύο εβδομάδες, στη συνέχεια μας έστειλαν για εργασία. Το μεσημέρι μας έδωσαν ενάμιση κιλό ψωμί για να το μοιραστούμε τέσσερα άτομα και ένα λίτρο σούπας με ζυμαρικά και πατάτες. Το βράδυ είχαμε λίγο ψωμί με ένα μεγάλο λουκάνικο ή τυρί με λίγο κρέας.
Στο Lager II, ήμασταν εκατό κορίτσια από τη Ρόδο. Κάποιες από εμάς έπρεπε να περπατάμε δεκαοκτώ χιλιόμετρα κάθε πρωί, για να καθαρίσουμε τα γερμανικά καταλύματα σε ένα στρατόπεδο Ιταλών κρατουμένων.
Επειδή προσπάθησαν να μας βοηθήσουν, καθώς ήμασταν συμπατριώτες, οι Γερμανοί τους μετέφεραν αμέσως αλλού. Εμένα με έστελναν έξω στους δρόμους να καθαρίζω το χιόνι και να γεμίζω τα χαντάκια. Αισθανόμασταν δυσανάλογα κουρασμένες λόγω του πολύ κρύου και λόγω του γεγονότος ότι δεν μας δινόταν επαρκή ποσότητα φαγητού.
Καθώς οι στρατιώτες δεν ανήκαν στις SS, ήταν πιο συμπονετικοί. Αλλά μια μέρα ξεσηκωθήκαμε. Δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε να δουλεύουμε εξαιτίας του κρύου. Ο Γερμανός φρουρός μας με συνόδευσε ξανά στο στρατόπεδο όπου η γυναίκα φρουρός μας κράτησε μια ώρα στα χιόνια για να μας τιμωρήσει. Στη συνέχεια μας έστειλε με δύο καροτσάκια σε ένα σημείο, τρία χιλιόμετρα μακριά, για να μαζέψουμε μερικά κουνουπίδια. Ήμασταν ενθουσιασμένες. Καταφέραμε να φάμε μερικά από αυτά, ακόμη και αν ήταν ωμά και κατεψυγμένα.
Καθώς είχαμε ιταλική υπηκοότητα , δεν ήθελαν να δουλεύουμε στους δρόμους, δόθηκε εντολή να μας στείλουν αλλού. Μας ανάγκασαν να περπατήσουμε τριάντα χιλιόμετρα στο Lager VIII όπου μέναμε περιμένοντας χωρίς να κάνουμε τίποτα για δεκαπέντε ημέρες. Στη συνέχεια μεταφερθήκαμε σε ένα μεγάλο καταυλισμό με περίπου οκτακόσιες γυναίκες. Επτακόσιες ήταν Ουγγαρέζες από τη Βουδαπέστη και εκατό εμείς από τη Ρόδο. Από εκεί μας έστειλαν στο Lager Kauferin που βρισκόταν κοντά σε σιδηροδρομικό σταθμό. Όλα ήταν έτοιμα εκεί για την απολύμανσή μας. Ως συνήθως είμαστε υποχρεωμένοι να περιμένουμε γυμνοί για δύο ώρες. Πήραν το ψωμί μας και μας έδωσαν ρούχα που δεν ήταν αρκετά για να κρύψουμε την γύμνια μας . Μας φόρτωσαν σε φορτηγά για βοοειδή και μας μετέφεραν μούσκεμα από τη βροχή
Από τα εκατό κορίτσια από τη Ρόδο που μπήκαμε στο στρατόπεδο στις 22 Δεκεμβρίου 1944, μόλις 15 δεκαπέντε επιζήσαμε και ελευθερωθήκαμε στις 15 Μαΐου 1945, τέσσερις εβδομάδες μετά την απελευθέρωση.
~ 16 ~
III. ΜΠΕΡΓΚΕΝ - ΜΠΕΛΣΕΝ
Φτάσαμε στο Belsen με μια μερίδα ψωμιού η καθεμιά μας. Το είχαμε κρατήσει για να το ανταλλάξουμε με κανένα ρούχο που το χρειαζόμασταν τόσο πολύ. Δεν είχα προλάβει να φτάσω στο στρατόπεδο, όταν κάποιες πεινασμένες ψυχές μου το έκλεψαν ... Το χειρότερο μαρτύριο από όλα ξεκινούσε.
Για τρεις ημέρες μετά την άφιξή μας δεν μας έδωσαν τίποτα για να φάμε. Ίσως θεωρούσαν ότι είμασταν πιο καλοταϊσμένες σε σύγκριση με τους υπόλοιπους φυλακισμένους. Θα θυμάμαι πάντα την Ημέρα των Χριστουγέννων. Δεν μας είχαν δώσει τίποτα , ούτε καν νερό να πιούμε. Στη συνέχεια, το καθημερινό μας συσσίτιο περιελάμβανε μόνο ένα κιλό ψωμί για έξι άτομα, ένα μικροσκοπικό κομμάτι μαργαρίνης και λίγη σούπα από γογγύλια που μας έδιναν για μεσημεριανό . Τις γιορτινές μέρες και τις αργίες, μείωναν τις ποσότητες , ενώ από την άλλη μπορούσαμε να μυρίσουμε το φαγητό που ετοίμαζαν οι γυναίκες φρουροί για τον εαυτό τους.
Κάθε πρωί ένας Γερμανός έφτανε με ένα σκυλί για να πάρει εκατό ή διακόσιες γυναίκες, οι οποίες, παρόλο που ήταν αδύναμες έπρεπε να μεταφέρουν δεμάτια με ξύλα. Εμείς οι Ροδίτισσες προσπαθούσαμε να κρυφτούμε για να μην μας επιλέξουν.
Ένα βράδυ του Ιανουαρίου ακούσαμε ένα εξαγριωμένο σφύριγμα. Έπρεπε να βγούμε έξω από τους κοιτώνες και να παραταχθούμε σε σειρές των πέντε ατόμων. Η "Blokowa", η Τσέχα τύραννος που μας έκανε να υποφέρουμε τόσο πολύ, είχε φτάσει από το Άουσβιτς. Αυτή η γυναίκα είχε ειδική σχέση με τους Γερμανούς. Φορούσε ωραίες μπότες και ένα δερμάτινο σακάκι με γούνα στο τελείωμα. Εξαγόραζε τις ανέσεις της με τη δική μας ταλαιπωρία. Από εκείνο το βράδυ είχαμε πρωινό ξύπνημα κάθε πρωί στις τρεισήμισι π.μ., ενώ μέχρι τότε, συνέβαινε μόνο μία φορά την εβδομάδα. Κλαίγαμε σιωπηλά αλλά τί μπορούσαμε να κάνουμε…
Το Belsen ήταν ένα τεράστιο στρατόπεδο χωρισμένο σε διάφορα μπλοκ για άνδρες, γυναίκες, Εβραίους, μη Εβραίους ... Με την άφιξη των Τσέχων υπήρξε αρκετή κίνηση μεταξύ των μπλοκ . Ενώ η καθαριότητα επικρατούσε στο Άουσβιτς, στο Belsen υπήρχε βρωμιά παντού. Οι Ούγγρους, στους οποίους δεν είχαν ξυρίσει τα κεφάλια, έφεραν ψείρες. Έτσι έπρεπε ξανά να γίνει απολύμανση και να πλυθούμε αφού μείναμε γυμνές για δύο ώρες μπροστά σε όλους…
Δεν είχαμε πια ανθρώπινη μορφή, είχαμε μεταμορφωθεί σε αποκρουστικούς σκελετούς. Όταν μας δόθηκαν κουρέλια για να καλύψουμε το σώμα μας, μας τα έκλεψαν ξανά αφήνοντας μας ελάχιστα. Αλίμονο μας αν τολμούσαμε να διαμαρτυρηθούμε.
Η αδελφή μου Rachel και εγώ ήμασταν αρκετά τυχερές ώστε να μας βάλουν σε θαλάμους όπου υπήρχαν ακόμα ξύλινες κουκέτες. Αρχικά, μας έβαλαν δύο - δύο σε ένα κρεβάτι, στη συνέχεια τρεις. Είμασταν όλο κόκκαλα και δεν πιάναμε χώρο. Δεν είχαμε πλέον σάρκα πάνω μας. Η θέα του εαυτού μας, μας αηδίαζε. Εξακολουθούσαμε να έχουμε λεπτές κουβέρτες από άχυρο από τις οποίες βγάζαμε κλωστές και φτιάχναμε κάλτσες για τους εαυτούς μας . Προσέχαμε να μην μας δει ο Γερμανός φρουρός . Αν συνέβαινε αυτό θα μας θεωρούσε ένοχους για σαμποτάζ της περιουσίας του “Ράιχ”. Αλλά είχαμε μάθει να κρυβόμαστε. Με τον ίδιο τρόπο η αδελφή μου, που είχε τοποθετηθεί στο τμήμα με τον ρουχισμό, κατάφερε να ανταλλάξει το παλτό μου με ένα σε καλύτερη κατάσταση.
Εν τω μεταξύ, τα μαλλιά μας άρχισαν να μεγαλώνουν ξανά και η αδελφή μου και εγώ χαμογελούσαμε λυπημένα βλέποντας η μία την άλλη και τα μαλλιά με όψη βούρτσας στα κεφάλια μας. Ακόμη και στις πιο τραγικές καταστάσεις, υπάρχει μερικές φορές κάτι το κωμικό ... και έτσι, έφτασε ο Φεβρουάριος .
Εμείς, οι πιο νέες, σκεφτόμασταν συνεχώς το φαγητό. Μιλούσαμε αδιάκοπα για γεύματα, δείπνα, ζυμαρικά, γλυκά. Μας φαινόταν σχεδόν αδύνατο το ότι μπορούσαν να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι στον κόσμο που είχαν την δυνατότητα να τρώνε ο,τιδήποτε θέλουν. Οι πιο μεγάλες μας συμβούλευαν να μην μιλάμε για φαγητό, γιατί έτσι ενισχύαμε το μαρτύριο μας και μειώναμε την αντίσταση μας.
Μια μέρα μια νεαρή κοπέλα έκλεψε ένα γογγύλι. Ένας Γερμανός στρατιώτης την είδε και την πυροβόλησε. Το κακόμοιρο κορίτσι γύρισε στον κοιτώνα κρατώντας το στομάχι της. Πέθανε λίγο αργότερα.
Όλες ήμασταν εξασθενημένες.Η πείνα, το κρύο, η ταλαιπωρία διεκδικούσαν θύματα.
Ένα πρωί μας διέταξαν να παραταχθούμε σε πεντάδες όλες μας χωρίς εξαίρεση. Χιόνιζε. Μας άφησαν όρθιες στο κρύο από τις δύο το πρωί για πέντε ώρες. Στη συνέχεια βγήκαμε έξω από το στρατόπεδο από την κύρια πύλη και γυρίσαμε ξανά πίσω με άδειο στομάχι. Όλα αυτά, ως τιμωρία, επειδή οι Ρωσίδες κρατούμενες είχαν σπάσει τα τζάμια του καταστήματος με τα τρόφιμα για να κλέψουν ψωμί.
Μας οδήγησαν στο παράπηγμα όπου υπήρχαν οι περισσότεροι άρρωστοι και μας συγκέντρωσαν σε δύο ξύλινες καλύβες. Η καθεμιά ήταν χωρισμένη σε δύο δωμάτια με κεντρικό διάδρομο. Έπρεπε να κοιμηθούμε στο πάτωμα. Ο χώρος ήταν τόσο περιορισμένος που δεν μπορούσαμε να τεντώσουμε τα πόδια μας , ούτε καν να κουνηθούμε. Από τον Φεβρουάριο μέχρι την απελευθέρωση ήμασταν υποχρεωμένες να κοιμόμαστε στο πάτωμα, τόσο κοντά η μία στην άλλη που έπρεπε να ξαπλώνουμε στο πλάι και η μία κολλητά στην άλλη. Αν κάποιος ήθελε να γυρίσει πλευρό, όλη η σειρά έπρεπε να κάνει το ίδιο. Ήταν καθαρό βασανιστήριο.
Όλοι θεωρούσαμε ότι οι Γερμανοί ήθελαν να μας σκοτώσουν σιγά σιγά από την πείνα. Η πραγματικότητα δεν απείχε πολύ από την αλήθεια . Μας έδιναν ένα ψωμί να το μοιραστούμε έξι άτομα, χλιαρό νερό και αυτό ήταν όλο. Ο γιατρός ερχόταν και επέλεγε τις πιο άρρωστες και αδύνατες και τις έστελνε για εκτέλεση. Τώρα μας καλούσαν σε αναφορά μόνο δύο φορές την εβδομάδα. Μετά από μερικές ημέρες το συσσίτιο μειώθηκε και μας έδιναν φαγητό μόνο τρεις φορές την εβδομάδα. Αναγκαζόμασταν να κλέβουμε φλούδες πατάτας και κομμάτια γογγυλιών από τους κάδους σκουπιδιών.
Σχεδόν όλες μας είχαμε δυσεντερία και οι τουαλέτες ήταν ανοιχτές σε πλήρη θέα σε όλους. Στην αρχή, δέκα έως είκοσι αιχμάλωτοι πέθαιναν καθημερινά ανά δωμάτιο, στη συνέχεια πενήντα. Έπρεπε να σύρουμε μόνοι μας τα πτώματα των συντρόφων μας με τη βοήθεια μιας ζώνης που σφίγγαμε γύρω από τα πόδια. Τέτοια τύχη είχε και ένα από τα ξαδέλφια μου. Ήταν κάτι πολύ δύσκολο για εμάς.
Οι σωροί από τα στοιβαγμένα κοκκαλιάρικα σώματα και ο καπνός από τα κρεματόρια ήταν το μόνιμο χαρακτηριστικό του στρατοπέδου Belsen .
Μας έδωσαν μια τελευταία φραντζόλα ψωμιού, που ζύγιζε ένα κιλό, να το μοιραστούμε δώδεκα άτομα και αυτό ήταν το τελευταίο συσσίτιο μέχρι που απελευθερωθήκαμε. Έπρεπε να επιβιώσουμε με μια κουτάλα σούπας από γογγύλια την ημέρα. Στην πραγματικότητα ήταν ζουμί από γογγύλια, επειδή τα κομμάτια από τα γογγύλια σαν πιο βαριά έμεναν στο πάτο της κατσαρόλας και τα κρατούσαν για τον εαυτό τους οι Πολωνοί που σέρβιραν τη σούπα.
Καταλήξαμε να μην έχουμε νερό να πιούμε. Η έλλειψη νερού μας τρέλαινε. Αναγκαστήκαμε να πίνουμε το νερό από την πισίνα που βρισκόταν στη μέση του στρατοπέδου την οποία χρησιμοποιούσαν για να πλένουν τα ρούχα των νεκρών.
Τα μόνα ζωντανά πλάσματα που δεν μας εγκατέλειπαν ήταν τα σμήνη από τα παράσιτα που συνέχιζαν να μας ταλαιπωρούν και να μας βασανίζουν. Τα κυνηγούσαμε συνεχώς και ασταμάτητα αλλά αυτά πήγαιναν από τον ένα στον άλλον. Το δέρμα μας ήταν μια μεγάλη πληγή .Τα σημάδια εξακολουθούν ακόμα να φαίνονται.
Ακόμα μας ξυπνούσαν στις τρεις το πρωί απλά για να μας βασανίσουν.
Η χειρότερη περίοδος ήταν από τα μέσα Μαρτίου έως τα τέλη Απριλίου. Τύφος παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο. Κοιμόμουνα ανάμεσα σε κάποιον με τύφο και στην αδελφή μου που είχε δυσεντερία αλλά ευτυχώς δε κόλλησα τίποτα. Η Στέλλα, η φίλη μου που είχε τύφο, το ξεπέρασε , γιατί κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε κατάσταση υστερίας , έπεσε στο παγωμένο νερό της πισίνας. Μια άλλη φίλη μου πέθανε η καημένη από την πείνα. Όλη τη μέρα μας παρακαλούσε να της δώσουμε κάτι για να μπορέσει να κρατηθεί ζωντανή. Μια φίλη, τη λυπήθηκε και πήγε να αναζητήσει κάτι φαγώσιμο ... και τότε το μαρτύριο της έφτασε στο τέλος του. Ακόμα αισθάνομαι τα κρύα πόδια της πάνω μου .
Οι Πολωνοί Εβραίοι είχαν φιλικές σχέσεις με τους Γερμανούς, είχαν λίγο αλεύρι, έφτιαχναν ψωμί και το έτρωγαν κρυμμένοι πίσω από ένα σεντόνι ώστε να μην τους βλέπουν οι άλλοι που παραμόνευαν σαν αρπακτικά. Θα ήθελα να έχω τη δύναμη να μεταφέρω τον κάδο της σούπας για να μπορέσω να πάρω μισό λίτρο επιπλέον στο μερίδιο μου. Δυστυχώς δεν μπορούσα να βρω τη δύναμη ... Ήμασταν ήρεμες και είχαμε υποκύψει στη ιδέα ότι θα πεθάνουμε. Ήμουν δεκαοκτώ ετών.
Η μόνη μικρή ελπίδα που είχαμε ήταν ότι ο πόλεμος ήταν κοντά. Καθώς ο ήχος των όπλων ακουγόταν όλο και πιο κοντινός, είμασταν πεπεισμένοι ότι θα μας μετακινήσουν πιο μακριά πριν έρθουν οι Σύμμαχοι. Αντίθετα, οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το στρατόπεδο. Τρεις μέρες πριν φύγουν, μας είπαν ότι ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός θα μας έφερνε βοήθεια. Παραμείναμε για τρεις ατελείωτες μέρες χωρίς τίποτα να φάμε ή να πιούμε , επειδή κανείς δεν είχε το θάρρος να μπει μέσα στο στρατόπεδο και να έρθει σε επαφή μαζί μας. Τελικά ο Ερυθρός Σταυρός μας έδωσε ένα ψωμί να το μοιραστούμε ανά δώδεκα άτομα.
Το Σάββατο μια πολωνή γυναίκα, το άτομο που πάντα προσπαθούσε να μας βοηθήσει, μας είπε ότι σε λιγότερο από δύο ώρες οι Βρετανοί θα έφθαναν. Ήμασταν πολύ ζαλισμένες και εξαντλημένες για να χαρούμε. Αφού προσμέναμε τόσο πολύ την απελευθέρωσή μας, τώρα το σπουδαίο νέο μας άφηνε εντελώς αδιάφορες. Δεν υπήρχε μέσα πια τίποτα ανθρώπινο ή ζωντανό. Είμαστε απόλυτα ξεκομμένες από τον κόσμο και από τη ζωή.
Τα μεσάνυχτα οι άνδρες άρχισαν να φωνάζουν με χαρά. Άναψαν φωτιές. Οι Γερμανοί είχαν φύγει. Οι Πολωνοί εισέβαλαν αμέσως τις αποθήκες και πήραν ό, τι είχαν αφήσει οι Γερμανοί πίσω τους: ρούχα, χρυσό, βαλίτσες ... Το επόμενο πρωί οι φυλακισμένοι άνοιξαν τις αποθήκες με τα τρόφιμα και μας έδωσαν τα υπόλοιπα γογγύλια τα οποία καταβροχθίσαμε ωμά, χειροτερεύοντας την δυσεντερία μας.
Στις 14 Απριλίου έφτασαν οι Άγγλοι. Μας κράτησαν άλλες τέσσερις εβδομάδες στα στρατόπεδα από φόβο για τις αρρώστιες που κουβαλούσαμε. Μας έδωσαν ό, τι είχαν. "Κρέας και λαχανικά", λαχανικά σε κονσέρβα, λαρδί. Πέσαμε με απληστία σε όλο αυτό το φαγητό και αυτό έστειλε στο θάνατο το μεγαλύτερο μέρος των επιζώντων που δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί . Δεκαπέντε μέρες αργότερα οι Ούγγροι έλαβαν την εντολή να μας απολυμάνουν και επιτέλους απαλλαχθήκαμε από τις καταραμένες ψείρες. Ήταν αρκετά γελοίο και ακόμη και διασκεδαστικό να τις βλέπεις να φεύγουν από τα σώματά μας και να προσπαθούν να κρυφτούν στα κεφάλια μας αλλά στη συνέχεια να υποχωρούν από τη δράση της αντλίας.
Μετά από το ντους μας φόρτωσαν σε καμιόνια και μας μετέφεραν στο Bergen. Οι Γάλλοι και οι Βέλγοι ελευθερώθηκαν πρώτα, οι Ιταλοί τελευταίοι. Στο Bergen βρήκα την αδερφή μου Rachel στο νοσοκομείο. Ήταν πολύ άρρωστη . Είχε μεταφερθεί εκεί από το Belsen με δυσεντερία και είχε επίσης πρόβλημα με την καρδιά της.
Την χειρότερη μεταχείριση την είχαμε εμείς οι Ιταλοί. Μας έβαλαν να μείνουμε σε μια σοφίτα, ενώ οι άλλοι επιζώντες είχαν άνετα δωμάτια με ντουλάπια.
Δύο εβδομάδες αργότερα μεταφερθήκαμε με ανοιχτά καμιόνια, από το Bergen στο Celle, μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά. Έκανε κρύο, ο αέρας σφύριζε και η αδυναμία μας επιβάρυνε την ταλαιπωρία μας. Όταν είδαμε τους Γερμανούς στους δρόμους δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε και τους μιλούσαμε άσχημα. Οι γυναίκες δεν απαντούσαν αλλά κατέβαζαν τα κεφάλια τους.
Στο Cell υπήρχαν σκηνές για τους Ούγγρους και Τσέχους στρατιώτες, σκηνές για τους Ιταλούς στρατιώτες και τις γυναίκες εθελόντριες . Από την πλευρά μας προτιμήσαμε να μην είμαστε με τις άλλες γυναίκες μεταξύ των οποίων υπήρχαν τσιγγάνοι, έτσι μας έβαλαν σε ένα στάβλο με άχυρο στο πάτωμα.
Δύο φίλες και εγώ βρήκαμε μια μικρή ξύλινη καλύβα με τρία δωμάτια σε έναν αθλητικό γήπεδο (στη Γερμανία ήταν δύσκολο να βρεθεί στέγη). Ένας αστυνομικός διευθυντής και ένας υπολοχαγός του Bersagliere έμεναν εκεί. Πρόθυμα μας αφήσαν ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτια. Στην αρχή έπρεπε να περπατήσουμε έξι χιλιόμετρα, που μας χώρισαν από το στρατόπεδο για να πάρουμε τη σούπα και το ψωμί μας. Στη συνέχεια μάθαμε ότι στο στρατόπεδο του Witzendoff υπήρχαν επτά χιλιάδες Ιταλοί φυλακισμένοι, αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων κάποιοι από τη Ρόδο.
Η φίλη μου Στέλλα θυμήθηκε ότι ο κουνιάδος της ήταν προηγουμένως σε αυτό το στρατόπεδο και ίσως να ήταν ακόμα ζωντανός. Πήγε στο Celle και προσπάθησε να μάθει νέα από τον στρατιωτικό εφημέριο. Όταν οι αξιωματικοί έμαθαν ότι κάποια νεαρά κορίτσια από τη Ρόδο είχαν απελευθερωθεί, έστειλαν έναν αξιωματικό για να διαπιστώσει ποιες ήταν. Όταν επέστρεψε από το στρατόπεδο εξήγησε ποιες ήμασταν και πως επιβιώσαμε σαν από θαύμα από την κόλαση . Κατόπιν ετοίμασαν μια κατάσταση και δυο αξιωματικοί κάθε φορά ανέλαβαν να μας φέρνουν προμήθειες . Αυτοί οι
~ 21 ~
αξιωματικοί υπέστησαν πολλά επειδή αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς και για το λόγο αυτό τους συμπεριφέρθηκαν καλύτερα οι Βρετανοί. Σε τακτική βάση ερχόντουσαν με καλά γεμάτα σακίδια στις πλάτες τους. Έκλεβαν πατάτες για εμάς, μαγείρευαν στη σιδερένια σόμπα μας.
Οφείλουμε τη ζωή μας στην αδελφική φροντίδα αυτών των γενναιόδωρων συμπατριωτών. Αισθανθήκαμε και πάλι το αίμα να τρέχει στις φλέβες μας και το δέρμα μας να μεταμορφώνεται . Στην αρχή ήμασταν εξαιρετικά λεπτές με μεγάλα στομάχια, σιγά σιγά αρχίσαμε να βελτιωνόμαστε εμφανισιακά. Τι χαρά να μπορείς να φας και επιπλέον, να τρως όποτε θέλεις! Και επίσης τι ευτυχία, να μπορείς να απολαμβάνεις τον ήλιο όποτε θέλεις. Μείναμε σε αυτά τα διαμερίσματα από τα τέλη Μαΐου έως τα τέλη Αυγούστου.
Για όλη αυτή την περίοδο η αδελφή μου Rachel παρέμενε στο Bergen. Πήγα να την επισκεφθώ στο νοσοκομείο, η κατάστασή της είχε επιδεινωθεί. Ήταν εκεί με πέντε ή έξι άλλους από τη Ρόδο. Όλοι ήταν άρρωστοι, αλλά η αδελφή μου ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Πριν τα γεγονότα αυτά ήταν έτοιμη να παντρευτεί και το μπαούλο με τα προικιά της ήταν έτοιμο στη Ρόδο . Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, προγραμμάτιζε να πάει στο Βελγικό Κονγκό. Ο θάνατος της αδελφής μας Mathilde την είχε επηρεάσει πολύ. Σε δεκαπέντε μέρες πρήστηκε και πέθανε. Ήταν η 15η Ιουνίου 1945, δύο μήνες μετά την απελευθέρωση. Πριν από το θάνατό της νοιαζόταν τι θα απογίνω και παρακάλεσε την φίλη της Allegra να με φροντίζει. Και με πολύ καθαρό μυαλό μου έδωσε τη διεύθυνση των δυο άλλων αδελφών μας που ζούσαν στη Ροδεσία.
Υπέφερε αλλά μέχρι το τέλος θυσίασε τον εαυτό της για μένα, την πιο μικρή.
* Η Rachel αρνήθηκε να μεταφερθεί για θεραπεία αλλού. Δεν ήθελε να αφήσει πίσω την μικρή της αδελφή Λουκία. Βρίσκεται σε κενοτάφιο στο Bergen.
Από εδώ και στο εξής ήμουν μόνη μου.
Είχε ακουστεί ότι είχαν πρόθεση να μας κρατήσουν στη Γερμανία ολόκληρο το χειμώνα. Με αυτή την προοπτική απελπιστήκαμε. Οι αξιωματικοί De Paoli και Perasso, που μας βοήθησαν πολύ μας υποσχέθηκαν να μας βοηθήσουν πάση θυσία να φύγουμε. Και πραγματικά οκτώ ημέρες αργότερα μας έβαλαν σε φορτηγό και μας μετέφεραν, χωρίς να το γνωρίζουν οι Βρετανοί, σε ένα κοντινό σπίτι . Σ’ αυτό το νέο μας σπίτι υπήρχε ένα πιάνο και τα βράδια παίζαμε μουσική.
Αλλά τρεις μέρες αργότερα, δύο Άγγλοι έφθασαν και μας ανακαλύψανε. Ειδοποίησαν τον αξιωματικό τους ο οποίος μας διέταξε να επιστρέψουμε αμέσως στην Celle.
Ο Testa προσπάθησε να παρέμβει υπέρ μας επειδή κλαίγαμε απογοητευμένες βλέποντας το όνειρό μας, να επιστρέψουμε σύντομα στην Ιταλία, να γκρεμίζεται.
Μας έβαλαν με μερικές γυναίκες από ένα διαφορετικό χωριό και μας δόθηκε η εντολή να μην φύγουμε με τον στρατό, μόνο με τους πολίτες. Ένας Άγγλος αξιωματικός, που μας λυπήθηκε, μας συμβούλεψε ότι εάν μπορούσαμε να περάσουμε ως σύζυγοι Ιταλών αξιωματικών θα μπορούσαμε να φύγουμε μαζί τους. Βρήκαμε γρήγορα δεκαπέντε συζύγους διατεθειμένους να μας δανείσουν τα ονόματά τους για το ταξίδι.
Ετοιμάσαμε μια απλή επιστολή και την παρουσιάσαμε στις αρχές που μας έδωσαν την άδεια να φύγουμε. Έτσι μπορέσαμε να φύγουμε από το Witzendorf για Brunswick, ταξιδεύοντας εκατό είκοσι χιλιόμετρα με το φορτηγό. Αργότερα φτάσαμε στο Mittenwald με ένα στρατιωτικό κομβόι συνοδευόμενες από τους υποτιθέμενους συζύγους μας. Αποβιβαστήκαμε εκεί και παραταχθήκαμε σε μια περιοχή πεντακόσια μέτρα από εκεί . Κατόπιν χωρίστηκαν σε δύο ομάδες σε εκείνους που πήγαιναν στη Βόρεια Ιταλία και σε εκείνους που επιθυμούσαν να φτάσουν στη νότια Ιταλία. Εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε στα ιταλο-αυστριακά σύνορα.
Αφού περάσαμε μια κρύα βραδιά στην ύπαιθρο, το επόμενο πρωί μπορούσαμε να δούμε το Brenner στον ορίζοντα. Τι δάκρυα χαράς! Τι συγκίνηση βλέποντας τη δική μας γη που περιμέναμε με τόση προσμονή .
Φέρνοντας όμως στο νου μας όλα τα αγαπημένα πρόσωπα που αφήσαμε πίσω μας δακρύσαμε . Τα συναισθήματά μας ήταν ανάμικτα, γελούσαμε και κλαίγαμε. Σταματήσαμε στο Bolzano και στη συνέχεια στην Pescantina όπου συγκεντρωνόντουσαν άνθρωποι από διάφορα τρένα. Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε ξανά στο ύπαιθρο κάτω από τα αστέρια.
Την επόμενη μέρα συνεχίσαμε το ταξίδι μας προς τη Μπολόνια. Τα μεσάνυχτα η έντονη επιθυμία μας να φτάσουμε στη Ρώμη, αν και δεν γνωρίζαμε κανέναν εκεί, μας ώθησε να μπούμε μέσα σε ανοικτά βαγόνια. Ο ουρανός ήταν απειλητικός. Και πράγματι μετά από τριάντα χιλιόμετρα άρχισε να βρέχει δυνατά. Βραχήκαμε μέχρι το κόκκαλο. Μας μετέφεραν σε ένα κλειστό βαγόνι, αλλά είμασταν σε πολύ άσχημη κατάσταση .
Επιτέλους φτάσαμε στη Ρώμη, ενθουσιασμένες και με την τρελή προσδοκία να βρούμε σύντομα ένα αεροπλάνο για τη Ρόδο. Δεν είχαμε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ευτυχώς, ένας αξιωματικός που είχε φτάσει νωρίτερα από εμάς , είχε λάβει πληροφορίες και είχε βρει την επιτροπή που βοηθούσε τους Εβραίους πρόσφυγες της Ρόδου . Η επιτροπή αυτή διοργανώθηκε από την κ. Vittoria Buciuk Castrucci. Χάρη στη βοήθεια αυτής της κυρίας, της επιτροπής UNRRA - μιας αμερικάνικης οργάνωσης, της επιτροπής για εβραίους πρόσφυγες ,τους εβραίους από όλο τον κόσμο , τους γιατρούς και τους φίλους καταφέραμε να συνέλθουμε και να ζήσουμε στη Ρώμη αυτούς τους λίγους μήνες.
Το ταξίδι μου δεν είχε ακόμη τελειώσει. Έπρεπε να επανασυνδεθώ με τις δύο αδελφές που είχα ακόμα. Με περίμεναν με ανυπομονησία στη Ροδεσία».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το 1946, η Lucia μαζί με οκτώ κορίτσια από τη Ρόδο έφυγαν από τη Ρώμη για το Βελγικό Κονγκό. Πέταξαν με στρατιωτικό αεροσκάφος που τους έφερε στην Αίγυπτο, όπου παρέμειναν δύο μήνες λόγω τεχνικών προβλημάτων. Από εκεί μεταφέρθηκαν σε Kartum, Lagos και Leopldville όπου έμειναν δύο μέρες πριν φτάσουν στο Elisabethville.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1946, η Lucia παντρεύτηκε τον Guershon Habib, επίσης από τη Ρόδο. Τρεις γιοι γεννήθηκαν από αυτόν τον γάμο:
Ο Μωρίς, ο Νισσίμ και ο Ισαάκ.
Η Lucia και ο Guershon Habib έζησαν στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής μέχρι το θάνατό τους.
*Το στρατόπεδο στο Άουσβιτς διαμορφώθηκε το 1940 για τη φυλάκιση πολωνών πολιτικών κρατουμένων. Καθώς ο αριθμός των φυλακισμένων αυξήθηκε, το στρατόπεδο έγινε ένα τεράστιο εργοστάσιο θανάτου, αποτελούμενο από τρία μέρη: Αουσβιτς Ι, Άουσβιτς ΙΙ - Μπιρκενάου, Άουσβιτς ΙΙ - Μονόβιτς.
Στο Άουσβιτς, οι κρατούμενοι έχασαν τη ζωή τους από την εξάντληση, την πείνα και τις κακοποιήσεις, τους ξυλοδαρμούς, τα εγκληματικά πειράματα, τις ατομικές και μαζικές εκτελέσεις.
Από το 1942 το στρατόπεδο έγινε το μεγαλύτερο κέντρο μαζικής εξόντωσης των Ευρωπαίων Εβραίων, η πλειοψηφία των οποίων πέθανε στους θαλάμους αερίων αμέσως μετά την άφιξη τους στο στρατόπεδο.
Οι φωτογραφίες είναι επιλογή του διαχειριστή του ιστολογίου. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στην Ισραηλίτικη Κοινότητα Ρόδου για την άδεια αναδημοσίευσης του βιβλίου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου