Αγία και Μεγάλη Σύνοδος. Η παγκόσμια Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος - Α΄ Μέρος
θεολόγου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πάντα τα Έθνη, τεύχ. 142 (Απρ.-Ιουν. 2017), σελ. 3-11.
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας
πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη από 16 έως 26 Ιουνίου 2016. Μία Σύνοδος με ανάλογη θεολογική
και εκκλησιαστική σημασία καθώς και οικουμενική εμβέλεια είχε να διεξαχθεί
περισσότερο από 1000 έτη στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η προετοιμασία της διήρκησε περίπου
50 χρόνια. Αναμφισβήτητα τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε η Σύνοδος δεν έχουν
άμεση σχέση με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αναφέρονται κυρίως στην
είσοδο της Εκκλησίας στα νέα δεδομένα της μετανεωτερικότητας και στις εξελίξεις
της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.
Οι 350 συνοδικοί Πατέρες μετά από συζήτηση υπέγραψαν τα ακόλουθα
κείμενα: 1. Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον, 2. Σχέσεις
της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, 3. Το αυτόνομον
και ο τρόπος ανακηρύξεώς αυτού, 4. Η ορθόδοξος διασπορά, 5. Το μυστήριον του
γάμου και τα κωλύματα αυτού και 6. Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω
συγχρόνω κόσμω. Σε αυτά απαιτείται να προστεθεί η «Εγκύκλιος» με τη συνολική
θεολογική τεκμηρίωση των αποφάσεων και το «Μήνυμα» της Συνόδου, με το οποίο οι
Πατέρες απευθύνονται άμεσα και με σαφήνεια στο πλήρωμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας[1].
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος πέρα από τις δυσχέρειες που
συνάντησε σήμανε τον αγώνα για ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι σε έναν
κατακερματισμένο κόσμο, όπως δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος
Ιερώνυμος[2].
Συγχρόνως υπογράμμισε το αδιάλειπτο χρέος της Εκκλησίας για τη μετάδοση του
Ευαγγελίου στο σύγχρονο κόσμο. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία, και θα μας
απασχολήσει στο παρόν άρθρο, είναι ο ιεραποστολικός χαρακτήρας που διέπει τα
περισσότερα συνοδικά κείμενα. Στην Εγκύκλιο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ρητά
αναφέρεται ότι «οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί εἶναι καί ὀφείλουν
νά εἶναι ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ κόσμῳ» (Εγκύκλιος). Κατά αυτόν τον τρόπο
η ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία έρχεται στο προσκήνιο και μπορεί υπό
προϋποθέσεις να αποκτήσει πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή των Ορθοδόξων.
Βασικός στόχος του παρόντος άρθρου είναι να αναδειχθούν
με συντομία τα βασικά σημεία της ιεραποστολικής φύσης της Εκκλησίας και να
αποτυπωθεί το ιεραποστολικό έργο στο οποίο οι Πατέρες της Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου καλούν τους χριστιανούς. Για την πληρέστερη εξέταση του θέματος, η
ανάλυση γίνεται σε τέσσερα επίπεδα που πηγάζουν από τα κείμενα της Συνόδου.
Η τελευταία εντολή του Αναστημένου Κυρίου «πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη,
βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην
ὑμῖν» (Μτθ. 28,19) αποτελεί βασική οδηγία για την παγκόσμια αποστολή της
Εκκλησίας. Με μεστό τρόπο εκφράζει την ταυτότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Η
αλήθεια αυτή παραδίδεται και αναλύεται με σαφήνεια στην Εγκύκλιο της Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου: «Τό ἀποστολικόν ἔργον καί ἡ ἐξαγγελία τοῦ Εὐαγγελίου, γνωστή ὡς ἱεραποστολή, ἀνήκουν εἰς τόν πυρῆνα τῆς ταυτότητος τῆς Ἐκκλησίας […]
Εἶναι ἡ πνοή ζωῆς, τήν ὁποίαν ἐμφυσᾷ ἡ Ἐκκλησία εἰς τήν κοινωνίαν τῶν ἀνθρώπων
καί ἐκκλησιοποιεῖ τόν κόσμον διά τῶν ἑκασταχοῦ νεοπαγῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν». Συνεπώς,
οι Πατέρες της Συνόδου, ακολουθώντας την πατερική παράδοση και δίχως κλειστούς
ορισμούς περιγράφουν τη φύση της Εκκλησίας[3], την οποία
ταυτίζουν άμεσα με τη μαρτυρία της εν Χριστώ ζωής και το διαρκές κάλεσμα για
ενότητα του σύμπαντος κόσμου.
Η Εκκλησία στο πέρασμα των αιώνων συνεχίζει τη διαχρονική
αποστολή που της εμπιστεύθηκε ο Κύριος. Ξέχωρα από τις ιστορικές αστοχίες των
μελών της, υπακούει στην εντολή του Ιησού Χριστού, του Πρώτου Ιερ-αποστόλου[4]:
«καθὼς ἀπέσταλκέν
με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (Ιω. 20,21). Εξάλλου, μιμείται το
παράδειγμα των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, αποκαλύπτοντας τον καινούριο
κόσμο, τη Βασιλεία του Θεού, στον πλανήτη. «Ἡ Ἐκκλησία δέν ζῇ διά τόν ἑαυτόν
της. Προσφέρεται δι’ ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα, διά τήν ἀνύψωσιν καί τήν ἀνακαίνισιν
τοῦ κόσμου εἰς καινούς οὐρανούς καί καινήν γῆν (πρβλ. Ἀποκ. κα’, 21)» (Εγκύκλιος). Το έργο της Εκκλησίας του Χριστού είναι
αγιαστικό, θεραπευτικό και μεταμορφωτικό∙ αναφέρεται σε κάθε άνθρωπο,
ανεξαρτήτου φυλής, έθνους, φύλου, θρησκείας, κοινωνικής τάξης. Τα μέλη της
Εκκλησίας, αν και γνωρίζουν την ανεπάρκεια τους, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος
αγωνίζονται να μεταλαμπαδεύσουν το φως του Χριστού στην κοινωνία.
Η αποστολή της Εκκλησίας ξεκίνησε ιστορικά με την ίδρυσή
της κατά την Πεντηκοστή. Οι μαθητές του Κυρίου δέχθηκαν την επιφοίτηση του
Αγίου Πνεύματος, κήρυξαν αμέσως για τον Χριστό σε ένα πολυεθνικό ακροατήριο, με
αποτέλεσμα να βαπτισθούν οι πρώτοι 3000 χριστιανοί (Πρ. Απ. 2, 1-41). Έτσι,
εκείνη την ημέρα από μαθητές του Κυρίου μετατράπηκαν σε αποστόλους. Από τότε η Εκκλησία είναι σε μια ατελεύτητη
πορεία μαρτυρίας και υπάρχει ως μια
διαρκής Πεντηκοστή, όπως με έμφαση υπογραμμίζεται στο Μήνυμα της Αγίας Συνόδου.
Η παρατήρηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για τη σύγχρονη παγκόσμια ορθόδοξη
ιεραποστολή, διότι από την Πεντηκοστή κι
έπειτα, η εν Χριστώ μαθητεία και η αποστολή των μελών του εκκλησιαστικού σώματος
είναι στενά συνδεδεμένες[5].
Η αλήθεια αυτή μπορεί να λησμονήθηκε σε διάφορες ιστορικές περιόδους[6].
Ωστόσο, πλέον προβάλλεται δυναμικά και μάλιστα από το κατεξοχήν θεσμικό όργανο
λήψης αποφάσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
Επιπροσθέτως, η Εκκλησία ως διαρκής Πεντηκοστή εργάζεται
για την επίτευξη της ενότητας του σύμπαντος κόσμου. Ας μη λησμονούμε ότι η
ενότητα του σύμπαντος κόσμου δεν αποτελεί ένα απλό αίτημα των «Ειρηνικών» στη
λειτουργική-λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ περισσότερο, εκφράζει το
ευχαριστιακό βίωμα των μελών του εκκλησιαστικού σώματος. «Ἡ μετοχή εἰς τήν
θείαν Εὐχαριστίαν εἶναι πηγή ἀποστολικοῦ ζήλου πρός εὐαγγελισμόν τοῦ κόσμου.
Μετέχοντες τῆς θείας Εὐχαριστίας καί προσευχόμενοι ἐν τῇ ἱερᾷ Συνάξει ὑπέρ τῆς
Οἰκουμένης, καλούμεθα νά συνεχίσωμεν τήν ‘λειτουργίαν μετά τήν Λειτουργίαν’ καί
νά δίδωμεν τήν μαρτυρίαν περί τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως ἡμῶν ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων,
μοιραζόμενοι τάς δωρεάς τοῦ Θεοῦ μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος» (Εγκύκλιος).
Ο χριστιανός τρέφεται με τον ίδιο τον Χριστό∙ όλη η
ύπαρξη του αγιάζεται, καθώς ενώνεται μαζί με Του, με τον συνάνθρωπό του και το
φυσικό περιβάλλον. Έτσι, ο άνθρωπος γίνεται πλέον «παγκόσμιος∙ ενώνεται με
όλους εκείνους τους οποίους ο Χριστός έχει περιλάβει στην άνευ ορίων αγάπη Του»[7].
Το ευχαριστιακό ήθος χαρακτηρίζει η αθληματική προσπάθεια για αλλαγή τρόπου
ζωής και η εγρήγορση για δυναμικό αγώνα μετάνοιας. Αυτή η πορεία αποβλέπει στην
κατά την ιδίαν προκοπή απόκτηση των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος και στη
ψηλάφηση της καινής εν Χριστώ ζωής. Αφετηρία αυτής της πορείας και ταυτόχρονα
σταθμός έμπνευσης κι ενδυνάμωσης αποτελεί η συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία. Με
αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος καθαίρεται από κάθε μορφή εγωισμού, αγωνίζεται
ενάντια στο κακό κι απελευθερώνεται από τις δαιμονικές δυνάμεις[8].
Όμως, δεν αρκεί το προσωπικό βίωμα. Η ολοκλήρωση αυτής
της εμπειρίας απαντά στη μεταφορά του λειτουργικού βιώματος στις διαπροσωπικές
σχέσεις των χριστιανών, στην έξοδό τους από τα στενά όρια του εγωκεντρισμού και
της ιδιοτέλειας και στο άνοιγμα προς τον πλησίον (όπου πλησίον ο κάθε
άνθρωπος). Η περιγραφή αυτή συνοψίζεται τις τελευταίες δεκαετίες στον τεχνικό
θεολογικό όρο «λειτουργία μετά τη Λειτουργία», τον οποίο πρώτος εμπνεύστηκε ο
νυν Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος[9].
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος υπογράμμισε πολλές φορές στα
κείμενά της τη σημασία της «λειτουργίας μετά τη Λειτουργία», συνδέοντάς τη με
την αναγγελία της Βασιλείας του Θεού στην κτίση. Με τον όρο αυτό δίδεται με
συνθηματικό τρόπο η έξοδος των χριστιανών στην κοινωνία και η διακονία (ως κοινωνική
προσφορά) σε όσους έχουν ανάγκη και ειδικά σήμερα στους ανθρώπους του
περιθωρίου. Έτσι, το λειτουργικό βίωμα των χριστιανών μπορεί να επεκταθεί
δραστικά σε ζητήματα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και να καταλήξει με
πολύπλευρη δράση σε θέματα που αφορούν την οικολογία και τη βιοηθική.
Στο Μήνυμα της Συνόδου αναφέρεται με ζωντανό ύφος το
χρέος των χριστιανών να προσφέρουν σε όλη την κτίση «τά δῶρα τοῦ Θεοῦ: τήν ἀγάπη,
τήν εἰρήνη, τήν δικαιοσύνη, τήν καταλλαγή, τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως
καί τήν προσδοκία τῆς αἰωνιότητος» (Μήνυμα). Με αυτόν τον τρόπο περιγράφεται
συνοπτικά η συνεχής προσπάθεια του χριστιανού «να προεκταθεί η Λειτουργία μέσα
στην καθημερινή ζωή και να μεταμορφωθεί ολόκληρη η ζωή σε μια λειτουργία», με
απώτερο σκοπό «την απελευθέρωση των ανθρώπων από όλες τις δαιμονικές δομές
αδικίας, εκμεταλλεύσεως, αγωνίας, μοναξιάς, και τη δημιουργία μιας πραγματικής
κοινωνίας προσώπων εν τη αγάπη»[10].
Κατά συνέπεια, η λειτουργία μετά τη θεία Λειτουργία
αναφέρεται στον πρωταγωνιστικό ρόλο που απαιτείται να λάβουν οι χριστιανοί στο
περιρρέον περιβάλλον τους. Οι χριστιανοί καλούνται να είναι «εἰκόνες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀποδεικνύοντες καί
βεβαιοῦντες τοιουτοτρόπως ὅτι ἡ προσδοκία ἑνός κόσμου εἰρήνης, δικαιοσύνης καί ἀγάπης
δέν εἶναι οὐτοπία, ἀλλά «ἐλπιζομένων ὑπόστασις»
(Ἑβρ. ια’, 1), δυνατή μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ καί τόν
πνευματικόν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου» (Η αποστολή). Επομένως η κοινωνική δράση της Εκκλησίας είναι πολυεπίπεδη∙
αποβλέπει στη μεταμόρφωση του κόσμου με τη συμμετοχή των χριστιανών στα
κοινωνικά προβλήματα καθώς και στον αγώνα τους για την επικράτηση των
ανθρώπινων δικαιωμάτων. Συγχρόνως, εμπνέεται από τα παραδείγματα των αγίων της
Ορθοδοξίας για να αναδείξει τις οικουμενικές αρετές της αγάπης της δικαιοσύνης,
της ειρήνης, της ελευθερίας και του σεβασμού προς κάθε ανθρώπινο πρόσωπο.
Το βίωμα της λειτουργίας μετά τη Λειτουργία φωτίζει τη
δράση που απαιτείται να αναλάβουν οι χριστιανοί για τη θεραπεία των μεγάλων
παγκόσμιων προβλημάτων, σύμφωνα με τα κείμενα των Πατέρων της Συνόδου της
Κρήτης. Με γνώμονα την παραβολή του Κυρίου για την «Τελική Κρίση» (Μτθ. 25,
31-46), αποκαλύπτεται ότι η αποστολή των χριστιανών συμπορεύεται με την
κοινωνική μαρτυρία και τον αγώνα για την επικράτηση ειρήνης και της
δικαιοσύνης. Γι’ αυτό το λόγο στα κείμενα της Συνόδου καταδικάζονται με θάρρος
και ταυτόχρονα με σκληρό λόγο ο πόλεμος, η τρομοκρατία, οι διωγμοί, οι
δολοφονίες θρησκευτικών μειονοτήτων και η άσκηση βίας προς κάθε άνθρωπο. Αντίθετα,
προτρέπονται οι χριστιανοί να εργασθούν για την ειρήνη σε κάθε επίπεδο. «Η Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καθῆκον αὐτῆς νά ἐπικροτῇ
πᾶν ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ πράγματι τήν εἰρήνην (Ρωμ. ιδ’, 19) καί ἀνοίγει τήν ὁδόν πρός τήν δικαιοσύνην, τήν ἀδελφοσύνην,
τήν ἀληθῆ ἐλευθερίαν καί τήν ἀμοιβαίαν ἀγάπην μεταξύ ὅλων τῶν τέκνων τοῦ ἑνός οὐρανίου
Πατρός, ὡς καί μεταξύ ὅλων τῶν λαῶν τῶν ἀποτελούντων τήν ἑνιαίαν ἀνθρωπίνην οἰκογένειαν.
Συμπάσχει δέ μεθ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἰς διάφορα μέρη τοῦ κόσμου
στεροῦνται τῶν ἀγαθῶν τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης» (Η αποστολή).
Στη συνάφεια αυτή γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τη
φτώχεια, την κοινωνική αδικία, την οικονομική κρίση, τις κοινωνικές διακρίσεις,
τον πόνο και τη πείνα που μαστίζει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του
πλανήτη. Σύμφωνα με τη Σύνοδο, οι καταστάσεις αυτές είναι συνέπεια μιας αχαλίνωτης
παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Ωστόσο, οι Πατέρες δεν αποσιωπούν και την
ευθύνη των Χριστιανικών Εκκλησιών απέναντι σε αυτή την κατάσταση. Όμως η
βαθύτερη αιτία της ανθρώπινης υπαρξιακής παραμόρφωσης από το αγαθό και η ρίζα
ανάπτυξης του κακού εντοπίζεται στον ανθρώπινο εγωκεντρισμό.
Το ενδιαφέρον των Συνοδικών Πατέρων δεν εμμένει στην
απλή διαπίστωση και περιγραφή του προβλήματος. Προχωρά βαθύτερα με στόχο τον
εντοπισμό λύσεων στα όρια πάντοτε της εκκλησιαστικής δράσης. Έτσι, δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι «αείποτε ἡ ἐκκλησιαστική φιλανθρωπία δέν περιωρίζετο ἁπλῶς
εἰς τήν περιστασιακήν ἀγαθοεργίαν πρός τόν ἐνδεῆ καί τόν πάσχοντα, ἀλλά ἀπέβλεπε
καί εἰς τήν ἀπάλειψιν τῶν αἰτίων, τά ὁποῖα δημιουργοῦν τά κοινωνικά προβλήματα»
(Εγκύκλιος). Γι’ αυτό η Σύνοδος καλεί
τους χριστιανούς να συνεργασθούν με Οργανισμούς και κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως
για τη θεραπεία των παγκόσμιων προβλημάτων και την επικράτηση της δικαιοσύνης
και της αλληλεγγύης στον πλανήτη. «Τά δῶρα τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης ἐξαρτῶνται
καί ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης συνεργίας» (Η αποστολή), ενώ οι χριστιανοί δεν πρέπει να
λησμονούν ότι ο Χριστός είναι η ειρήνη του κόσμου (Εφ. 2, 14).
Επιπροσθέτως, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αναφέρεται και
στα μεγάλα και επίκαιρα ζητήματα που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες της Μέσης
Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής, της Ευρώπης και οπωσδήποτε και η Ελλάδα∙ το
προσφυγικό και το μεταναστευτικό θέμα. Απέναντι σε τούτη την κατάσταση προτρέπει
τους χριστιανούς να βλέπουν στο πρόσωπο κάθε ξένου τον ίδιο τον Χριστό[11].
Αυτή η στάση χαρακτηρίζεται από βαθειά αξιοπρέπεια και σεβασμό προς κάθε
πρόσφυγα ή μετανάστη∙ καλεί σε ψυχική και οικονομική συμπαράστασή προς τους
κοπιώντες και πεφορτισμένους ξένους, αποκλείοντας ταυτόχρονα ρατσιστικά ιδεολογήματα
και ξενοφοβικές συμπεριφορές. Γι’ αυτούς η Εγκύκλιος ζητάει με προφητική συνείδηση
από «ὅλους τούς ἐμπλεκομένους, ἀνεξαρτήτως
θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, νά ἐργάζωνται διά τήν καταλλαγήν καί διά τόν σεβασμόν
τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, πρωτίστως δέ διά τήν προστασίαν τοῦ θείου δώρου τῆς
ζωῆς. Πρέπει ὁ πόλεμος καί ἡ αἱματοχυσία νά τερματισθοῦν, νά ἐπικρατήσῃ ἡ
δικαιοσύνη, ὥστε νά ἐπανέλθῃ ἡ εἰρήνη καί νά καταστῇ ἐφικτή ἡ ἐπιστροφή τῶν ἐκδιωχθέντων
εἰς τάς πατρογονικάς αὐτῶν ἑστίας» (Εγκύκλιος).
Εξάλλου η μαρτυρία της Εκκλησίας στον
κόσμο αναπόφευκτα συνδέεται και με το φιλανθρωπικό έργο των χριστιανών. Η
ελεημοσύνη επιθυμεί να θεραπεύσει τις πάσης φύσεως ανθρώπινες πληγές και τον
πόνο∙ έτσι αποτελεί μια μορφή αποστολής προς τους ανθρώπους του περιθωρίου. Όμως
χρειάζεται να υπογραμμισθεί ότι η χριστιανική φιλανθρωπία δεν αποσκοπεί σε
καμία περίπτωση στην «εξαγορά» και την ένταξη ατόμων από ασθενέστερες
κοινωνικές ομάδες στην Εκκλησία. Επιπλέον, η κοινωνική διακονία δεν αποτελεί
ένα μέσο προπαγάνδας ή προσηλυτισμού και σε καμία περίπτωση δεν παραβιάζει την
ανθρώπινη ελευθερία. «Ἡ ἀποστολή αὐτή (ενν. των χριστιανών) πρέπει νά ἐκπληροῦται
ὄχι ἐπιθετικῶς, ἀλλ’ ἐλευθέρως, ἐν ἀγάπῃ καί ἐν σεβασμῷ πρός τήν πολιτιστικήν
ταυτότητα ἀτόμων καί λαῶν» (Εγκύκλιος). Το κάλεσμα της Συνόδου για την απλόχερη και αξιοπρεπή συμπαράσταση στις
βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων του Γ΄ και του Δ΄ κόσμου είναι ξεκάθαρο. Η διακονία
των χριστιανών μαρτυρεί την εν Χριστώ αγάπη προς τον πλησίον. Με αυτόν τον
τρόπο η Εκκλησία θεραπεύει έμπρακτα το κοινωνικό κακό, μεταφέροντας urbi et orbi την αγάπη του Τριαδικού Θεού που βιώνουν τα μέλη της.
Στα πλαίσια αυτά και ακολουθώντας τις επιταγές των
καιρών, η Σύνοδος αναφέρεται στην οικολογική καταστροφή[12].
Οι ενέργειες και οι λόγοι του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου έχουν
αναδείξει αυτό το θέμα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στην Αγία και
Μεγάλη Σύνοδο η ηθική διάσταση του θέματος δηλώνεται με ενάργεια. «Ἡ οἰκολογική κρίσις, ἡ ὁποία συνδέεται πρός τάς
κλιματολογικάς ἀλλαγάς καί τήν ὑπερθέρμανσιν τοῦ πλανήτου, καθιστᾷ ἐπιτακτικόν
τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας ὅπως συμβάλῃ, διά τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῆς πνευματικῶν
μέσων, εἰς τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ ἐκ τῶν συνεπειῶν τῆς ἀνθρωπίνης
ἀπληστίας. Ἡ ἀπληστία διά τήν ἱκανοποίησιν τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν ὁδηγεῖ εἰς τήν
πνευματικήν πτώχευσιν τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τήν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος»
(Η αποστολή).
Το σημείο αυτό είναι καθοριστικό για την οικουμενική
εργασία της Εκκλησίας, γιατί η αποστολή της «δεν περιορίζεται μόνο στον
άνθρωπο, αλλά περιλαμβάνει και το φυσικό περιβάλλον, με άλλα λόγια ολόκληρη τη
φύση»[13].
Η θεολογική παράδοση της Ορθοδοξίας αναδεικνύει την ιερότητα του φυσικού
περιβάλλοντος ως δημιούργημα «λίαν καλώς» από τον Θεό. Συγχρόνως, προβάλει το καθήκον
του ανθρώπου να εργασθεί μαζί με τον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας, για να εξαγιάσει
ολάκερη την κτίση. «Η επανεύρεση της διαστάσεως της ιερότητος της φύσεως, της
αρχικής αρμονίας της με την ανθρώπινη φύση, αποτελεί αποφασιστική συμβολή στην
επίτευξη της παγκόσμιας κοινωνίας»[14]. Ας μη λησμονούμε
άλλωστε ότι εντός της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας εξαγιάζονται όλα τα υλικά
στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως τύπος και σύμβολο ολάκερης της κτίσης[15].
Στη συνάφεια αυτή ανήκει και η μαρτυρία της Εκκλησίας
απέναντι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος λόγω των ραγδαίων
εξελίξεων της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αναγνωρίζει
με καθαρότητα έκφρασης την αναμφισβήτητη χρησιμότητα και αναγκαιότητα της
επιστημονικής προόδου και εύχεται να είναι πάντα προς όφελος του ανθρώπου. Βέβαια
δε διστάζει να σημειώσει και τους κινδύνους από την ανεξέλεγκτη κι αλόγιστη
χρήση της βιοτεχνολογίας και της βιοεπιστήμης. Γι’ αυτό, ο λόγος των Πατέρων
της Συνόδου, δίχως να στέκεται εμπόδιο την τεχνολογική ανάπτυξη και την
επιστημονική πρόοδο, μαρτυρεί την ορθόδοξη θέση περί βιοηθικής.
«Η ὀρθόδοξος Βιοηθική
προβάλλει, ἀπέναντι εἰς θύραθεν αὐτονόμους καί συρρικνωτικάς ἀνθρωπολογικάς
θεωρήσεις, τήν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου καί
τόν αἰώνιον προορισμόν αὐτοῦ. Συμβάλλει οὕτως εἰς τόν ἐμπλουτισμόν τῆς
φιλοσοφικῆς καί ἐπιστημονικῆς συζητήσεως τῶν βιοηθικῶν θεμάτων διά τῆς βιβλικῆς
ἀνθρωπολογίας καί τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ὀρθοδοξίας» (Εγκύκλιος).
Επομένως η μαρτυρία της Ορθοδοξίας μέσα από την πλούσια και αγιοπνευματική
εμπειρία της προσφέρεται με σεβασμό απέναντι στις επιστημονικές κατακτήσεις
προσφέρεται: ο άνθρωπος απαιτείται να εξημερώσει την τεχνολογία προς όφελος της
ελευθερίας του.
3. Ο
διαχριστιανικός και ο διαθρησκειακός διάλογος
ως γεγονός ιεραποστολικής μαρτυρίας. Το αντίδοτο
στον θρησκευτικό φανατισμό και τον φονταμενταλισμό
ως γεγονός ιεραποστολικής μαρτυρίας. Το αντίδοτο
στον θρησκευτικό φανατισμό και τον φονταμενταλισμό
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ανέδειξε μέσα από τα κείμενά
της άλλη μια μορφή ιεραποστολικής μαρτυρίας:
τη συμμετοχή της Εκκλησίας στους διαχριστιανικούς
και διαθρησκειακούς διαλόγους. Στην Εγκύκλιο προς
το Ορθόδοξο πλήρωμα παρουσιάζεται το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας για τους χριστιανούς «οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μετ’ αὐτῆς κοινωνίαν» και ταυτόχρονα βεβαιώνεται η οικουμενική ευθύνη των Ορθοδόξων. Το ενδιαφέρον αυτό φανερώνεται έμπρακτα με τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο διάλογο με τις άλλες Εκκλησίες – Ομολογίες.
της άλλη μια μορφή ιεραποστολικής μαρτυρίας:
τη συμμετοχή της Εκκλησίας στους διαχριστιανικούς
και διαθρησκειακούς διαλόγους. Στην Εγκύκλιο προς
το Ορθόδοξο πλήρωμα παρουσιάζεται το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας για τους χριστιανούς «οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μετ’ αὐτῆς κοινωνίαν» και ταυτόχρονα βεβαιώνεται η οικουμενική ευθύνη των Ορθοδόξων. Το ενδιαφέρον αυτό φανερώνεται έμπρακτα με τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο διάλογο με τις άλλες Εκκλησίες – Ομολογίες.
Σύμφωνα με τα κείμενα της Συνόδου και προς αποφυγήν κάθε
παρεξήγησης, η συμμετοχή αυτή αποσκοπεί: α) «να
γνωρίζει ὁ λοιπός χριστιανικός κόσμος ἀκριβέστερα τή γνησιότητα τῆς Ὀρθοδόξου
Παραδόσεως, τήν ἀξία τῆς πατερικῆς διδασκαλίας, τή λειτουργική ἐμπειρία καί τήν
πίστη τῶν Ὀρθοδόξων» (Μήνυμα), β) να « δίδει διά τοῦ διαλόγου δυναμικήν
μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς
θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ
τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα» (Σχέσεις) και γ) στην εργασία «πρός
ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ
καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ (sic)»
(Σχέσεις).
Η συμμετοχή των Ορθοδόξων στους διαχριστιανικούς
διαλόγους οπωσδήποτε δεν αποτελεί θεολογικά κάτι καινούριο. Πολύ περισσότερο
δεν τυγχάνει «ξένη πρός τήν φύσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’
ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως, ἐντός νέων ἱστορικῶν
συνθηκῶν» (Σχέσεις). Η Ορθοδοξία πρωτοστάτησε στην έναρξη της οικουμενικής κίνησης στις
αρχές του περασμένου αιώνα και συμμετέχει αδιάκοπα μέχρι σήμερα στους διάφορους
διαλόγους με τις άλλες Εκκλησίες-Ομολογίες[16]. Η Σύνοδος της Κρήτης
καλεί όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να συμμετάσχουν από κοινού στους διαχριστιανικούς
διαλόγους για να δοθεί δυναμικά η ορθόδοξη μαρτυρία καθώς και για να «μή
παρακωλύηται ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ»
(Σχέσεις). Μάλιστα, γίνεται ιδιαίτερο κάλεσμα κοινής δράσης όλων των Ορθοδόξων στις
περιοχές της Ορθόδοξης διασποράς, ώστε να υπάρχει «κοινήν ἐκπροσώπησιν πάντων τῶν
ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων» (Η Ορθόδοξος)[17]
και να κατατίθεται πληρέστερα η μαρτυρία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και
Αποστολικής Εκκλησίας.
Βέβαια οι Συνοδικοί Πατέρες δεν
αποσιωπούν το γεγονός ότι η πορεία των διαλόγων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οπωσδήποτε
υφίστανται πολλαπλές δυσχέρειες στη θεολογική αλληλοκατανόηση και ανακύπτουν ποικίλα
εκκλησιολογικά προβλήματα και σημαντικές ερμηνευτικές αποκλίσεις κατά την
πορεία των διαλόγων. Συνάμα διάφορα άλλα θεολογικά κωλύματα αποτρέπουν την
ομαλή εξέλιξη των διαλόγων. Επιπροσθέτως, ουκ ολίγες φορές προκύπτουν
προβλήματα προσηλυτιστικών επιθέσεων, προπαγάνδας, μεθόδων ουνίας καθώς και
πράξεις ομολογιακού ανταγωνισμού (ειδικά στο χώρο της ιεραποστολής), τα οποία
σαφέστατα καταδικάζονται από τη Σύνοδο.
Σε αυτά τα πλαίσια διευκρινίζεται με
αμεσότητα στα συνοδικά κείμενα, προλαμβάνοντας φονταμενταλιστικές ενστάσεις, ότι
η συμμετοχή στο διαχριστιανικό διάλογο δε σημαίνει προδοσία της πίστης. Σε
καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνει συμβιβασμούς σε θέματα δόγματος και αδιαμφισβήτητα
δεν υποκρύπτει καμία διομολογιακή ένωση και ουδεμία διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunion). Η επικοινωνία και η συνεργασία των Ορθοδόξων με τις
άλλες Εκκλησίες-Ομολογίες γίνονται «ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου
ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης
ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως […] και δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνους δυνάμεις τῶν
διεξαγόντων τούς διαλόγους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος ‘ἵνα πάντες ἕν ὦσιν’» (Ἰω. 17,
21)» (Σχέσεις).
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος προβάλλει και
τη μεθοδολογία του σύγχρονου διαλόγου με βάση τις αρχές και τις προϋποθέσεις
της ορθόδοξης παράδοσης. Ένας υγιής και ειλικρινής διάλογος απαιτείται να
διέπεται από τις αρχές της νηφαλιότητας και του αλληλοσεβασμού. Με βάση αυτές
τις προϋποθέσεις δύναται να οδηγήσει -στην αναγκαία στις μέρες μας-
διαχριστιανική συνεργασία σε κοινωνικής φύσεως θέματα. Τα παγκόσμια και τοπικά
προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα την οδηγούν σε αδιέξοδα και
απελπισία. «Ἐπ’ αὐτῆς τῆς βάσεως εἶναι ἀπαραίτητον νά ἀναπτυχθῇ πρός
ὅλας τάς κατευθύνσεις ἡ διαχριστιανική συνεργασία διά τήν προστασίαν τῆς ἀξίας
τοῦ ἀνθρώπου, αὐτονοήτως δέ καί τοῦ ἀγαθοῦ τῆς εἰρήνης, οὕτως ὥστε αἱ
εἰρηνευτικαί προσπάθειαι ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Χριστιανῶν νά ἀποκτοῦν
μεγαλύτερον βάρος καί δύναμιν» (Η αποστολή). Επομένως, απέναντι στον κατακερματισμένο
και διαιρεμένο σύγχρονο πλανήτη, οι Χριστιανικές Εκκλησίες μπορούν να δώσουν τη
μαρτυρία της αλληλεγγύης, του αλληλοσεβασμού, της αδελφοσύνης, της συμπόρευσης σε
κοινωνικής φύσεως ζητήματα καθώς και το παράδειγμα της καταλλαγής.
Επιπροσθέτως,
το ιεραποστολικό καθήκον της Εκκλησίας, όπως αποτυπώνεται στα κείμενα της Αγίας
και Μεγάλη Συνόδου, επικεντρώνεται σε ένα άλλο σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα∙ στη
βία που ασκείται στο όνομα της θρησκείας καθώς και σε κάθε μορφή θρησκευτικού φανατισμού
και φονταμενταλισμού. Στη σύγχρονη εποχή ο θρησκευτικός φανατισμός βρίσκει
πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί σε πολλά σημεία του πλανήτη, όπως σε ορισμένες
χώρες της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής, σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης
και της Αμερικής καθώς και στη χώρα μας. Ο θρησκευτικός φανατισμός δεν έχει
καμία σχέση με την αγωνιστικότητα για τη μετάδοση της πίστης. Πολλές φορές
αποτελεί το ένδυμα για την εξυπηρέτηση ποικίλων πολιτικών και γεωστρατηγικών
σκοπιμοτήτων. Ο φανατισμός στον θρησκευτικό κόσμο δε γνωρίζει όρια και μπορεί
να έχει ως θύματα ανθρώπους άλλων θρησκειών ή και πρόσωπα θρησκευτικά αδιάφορα,
αγνωστικιστές και άθεους. Η πρόσφατη (των τελευταίων δεκαετιών) έξαρση του
θρησκευτικού φονταμενταλισμού απειλεί την κοινωνική ειρήνη και την αρμονική
συμβίωση των λαών σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Η θρησκευτική θεμελιοκρατία
(φονταμενταλισμός) δημιουργεί τις ψευδείς εντυπώσεις ότι αποτελεί
χαρακτηριστικό του θρησκευτικού φαινομένου. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται από της
Σύνοδο, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό νοσηρής θρησκευτικότητας.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι με ποιους
τρόπους μπορεί να προληφθεί και να θεραπευτεί το φαινόμενο της θρησκευτικής
μισαλλοδοξίας με τα έντονα θεμελιοκρατικά (φονταμενταλιστικά) χαρακτηριστικά της.
«Ὁ ἀληθής χριστιανός, κατά τό πρότυπον τοῦ σταυρωθέντος Κυρίου, θυσιάζεται καί
δέν θυσιάζει, καί διά τόν λόγον αὐτόν εἶναι ὁ αὐστηρότερος κριτής τοῦ ὁποθενδήποτε
προερχομένου φονταμενταλισμοῦ» (Εγκύκλιος). Επομένως η Σύνοδος θέτει τα όρια
προς αποφυγή κάθε είδους φονταμενταλιστικών ενεργειών από τους Ορθοδόξους.
Η γνωριμία μεταξύ των ανθρώπων άλλων θρησκειών και η οικοδομή της αλληλοεμπιστοσύνης αποτελούν χαρακτηριστικά για την αρμονική συμβίωση σε έναν πολυθρησκευτικό και πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Ο διαθρησκειακός διάλογος οδηγεί στη σύναψη υγιών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων διαφόρων θρησκειών. Ένας τέτοιος διάλογος μεταξύ των θρησκειών βοηθάει στην αλληλοκατανόηση και τη συνεργασία των μελών των μεγάλων και ζωντανών θρησκευμάτων απέναντι στα παγκόσμια προβλήματα που ταλανίζουν τον πλανήτη.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει στο
διαθρησκειακό διάλογο και προσπαθεί να καλλιεργήσει τις προϋποθέσεις για την
ανάπτυξη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, την επικράτηση της ειρήνης και της
θρησκευτικής συμφιλίωσης. Οι προϋποθέσεις αυτές της διαθρησκειακής συνεννόησης
δύναται να αποτελέσουν το αντίδοτο απέναντι στη νοσηρή θρησκευτικότητα,
προβάλλοντας την υγιή συνεργασία των θρησκευόμενων ανθρώπων. Ωστόσο και αυτή η
μορφή διαλόγου οφείλει να διέπεται από τις αρχές της νηφαλιότητας και του
αλληλοσεβασμού, «διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συμβίωσιν τῶν λαῶν,
χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισμόν» (Αποστολή). Για
ακόμη μια φορά απαιτείται να επαναλάβουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν προδίδει
την ιδιαίτερη ταυτότητά της και δεν υποχωρεί από την πίστη της κατά τη διάρκεια
των διαθρησκειακών διασκέψεων∙ αλλά ούτε βέβαια καλλιεργεί την καχυποψία και την
επιθετικότητα στις σχέσεις με τους ανθρώπους των άλλων θρησκειών. Ο λόγος της
ακολουθεί το παράδειγμα του Κυρίου και χαρίζει την ειρήνη στην οικουμένη.
Οι Χριστιανικές Εκκλησίες αλλά και τα
μεγάλα ζωντανά θρησκεύματα του πλανήτη περιέχουν στις πλούσιες παραδόσεις τους
πάμπολλα στοιχεία που προάγουν την πανανθρώπινη προσέγγιση. Το ζητούμενο είναι
η επικράτηση της παγκόσμιας ειρήνης και η θεραπεία των νοσηρών θρησκευτικών
φαινομένων. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος με συνοπτικό τρόπο μεταφέρει σχετικά με
αυτό το θέμα τα λόγια ενός μεγάλου σύγχρονου Ορθόδοξου ιεραποστόλου, του νυν
Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου[18]:
«Τό λάδι τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος πρέπει νά χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐπουλώνει
πληγές καί ὄχι γιά νά ἀναζωπυρώνει τή φωτιά τῶν πολεμικῶν συρράξεων» (Μήνυμα).
Η μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα από τη πλούσια θεολογική παράδοση και
την ασκητική της εμπειρία στον κόσμο λειτουργεί
ως «τό ἔλαιον τῆς πίστεως που πρέπει νά χρησιμοποιῆται διά νά ἁπαλύνῃ
καί νά θεραπεύῃ τάς παλαιάς πληγάς τῶν ἄλλων καί ὄχι νά ἀναρριπίζῃ νέας ἑστίας
μίσους» (Εγκύκλιος).
Συνεχίζεται.
[1] Τα υπογραφέντα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
υπάρχουν στην επίσημη ιστοσελίδα της στα ελληνικά, τα αγγλικά, τα ρωσικά και τα
γαλλικά: https://www.holycouncil.org/home.
Στο παρόν άρθρο για συντομία χώρου οι αναφορές στα επίσημα κείμενα δίνονται
μέσα σε παρένθεση. Οι διαδικτυακές πηγές κάθε κειμένου για τον αναγνώστη που
θέλει να τις μελετήσει είναι οι ακόλουθες.
«Μήνυμα»: https://www.holycouncil.org/-/message,
«Εγκύκλιος»: https://www.holycouncil.org/-/encyclical-holy-council,
«Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον» (Σχέσεις): https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world,
«Η ορθόδοξος διασπορά» (Η Ορθόδοξος) : https://www.holycouncil.org/-/diaspora
, «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω» (Η αποστολή): https://www.holycouncil.org/-/mission-orthodox-church-todays-world
(τελευταία προσπέλαση όλων των κειμένων στις 15/9/2016).
[2] Για τις δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης
Ελλάδος Ιερωνύμου βλ. τον ακόλουθο σύνδεσμο: http://www.ert.gr/agia-ke-megali-synodos-minymata-enotitas-ke-epikrisis-pros-tous-apontes-video/
(τελευταία προσπέλαση 15-9-2016.
[3] Ενδεικτικά βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄ - Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε
αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
1996, σελ. 351-366.
[4] Ηλ. Βουλγαράκη, Ιεραποστολή.
Δρόμοι και δομές, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 33-36.
[5] Ν. Τσιρέβελου,
Θεολογική θεμελίωση της Ορθόδοξης μαρτυρίας. Σπουδή στο έργο του Αρχιεπισκόπου
Αλβανίας Αναστασίου, εκδ. Ostracon Publishing, Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 69-70.
[6] Αναστασίου Γιαννουλάτου (νυν Αρχιεπισκόπου Τιράνων), «Η
λησμονημένη εντολή», Πορευθέντες, τεύχ. 1 και 2 (1959), σελ. 1-6 και 3-6
αντίστοιχα.
[7] Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2000, σελ. 47.
[8] Ιγνατίου, Προς
Εφεσίους, PG 5, 656A: «Σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν
θεοῦ καὶ εἰς δόξαν. ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθε,καθαιροῦνται αἱ
δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ, καὶ λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁμονοίᾳ ὑμῶν τῆς πίστεως».
[9] Ν. Τσιρέβελου,
Θεολογική θεμελίωση της Ορθόδοξης μαρτυρίας. Σπουδή στο έργο του Αρχιεπισκόπου
Αλβανίας Αναστασίου, ό.π., σελ. 102-3.
[10] Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα
2007, σελ. 129-131.
[11] Πρβλ. το Ασματικόν του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου ήχ.
πλ. α΄: «δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ
βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ· […] δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν
ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους».
[12] Σχετικά με το ρόλο της θρησκείας και της Ορθοδοξίας απέναντι
στο οικολογικό πρόβλημα βλ. Χρ. Αρβανίτη, «Από την Ορθοδοξία του
ανθρωποπολιτισμού στην ορθοπραξία του οικοπολιτισμού. Ο ρόλος της θρησκείας»
στο https://www.academia.edu/14438502/_%E1%BC%88%CF%80%CF%8C_%CF%84%CE%AE%CE%BD_%E1%BD%80%CF%81%CE%B8%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CE%BE%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%BF%E1%BF%A6_%E1%BC%80%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%
(τελευταία προσπέλαση 15-9-2016).
[13] Ηλ. Βουλγαράκη, Ιεραποστολή.
Δρόμοι και δομές, σελ. 83, όπου μπορεί να συναντήσει κανείς την πλούσια
θεολογική ανάλυση επί του θέματος.
[14] Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, ό.π., σελ. 52.
[15] Ο.π., σελ. 53.
[16] Ενδεικτικά βλ. Β. Σταυρίδη, Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα
Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 573.
[17] I. Bria - Π. Βασιλειάδη, Ορθόδοξη
Χριστιανική Μαρτυρία, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1989, σελ. 99 κ.ε..
[18] Βλ. Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Συνύπαρξη. Ειρήνη, φύση, φτώχεια,
τρομοκρατία, αξίες. Θρησκειολογική θεώρηση, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2015, σελ.
154.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου