Το χρώμα του Χριστού και οι επιδιώξεις
“Γυρεύω έναν ντόπιο ζωγράφο,
για να μου φτιάσει ένα μαύρο Χριστό.
Να μου ζωγραφίσει τον Κύριό μου και Πατέρα μου
μ’ έναν όμορφο χιτώνα σαν κι αυτόν
που φοράει ο δικός μου γονιός.
Άκουσέ με, Χριστέ μου και Πατέρα μου:
οι λευκοί σε παρέστησαν σαν έναν ωραίο άντρα από τη δική τους φυλή,
οι κόκκινοι Ινδιάνοι σε ζωγράφισαν ίδιο μαζί τους,
οι κίτρινοι σου δάνεισαν το χρώμα τους.
Θα αρνηθείς τώρα να πάρεις και το δικό μου χρώμα, το μαύρο;
«Ψάχνω να βρω ένα ιθαγενή ζωγράφο
Για να μου ζωγραφίσει μια μαύρη Παναγία
Μια ωραία Παρθένα ‘Keyouwa’
Που να μοιάζει πολύ στις μητέρες μας»
π Al. Abble, «Στη Μαύρη Παναγιά», Πάντα τα Έθνη, τευχ. 12 (1984), σελ. 55.
Κάθε λαός επιζητά να ζωγραφίζει το Χριστό και τη Θεοτόκο στο χρώμα το δικό του και με βάση τις ιδιαίτερες πολιτισμικές αναπαραστάσεις και την τοπική καλλιτεχνική τεχνοτροπία – αισθητική. Ουσιαστικά, πρόκειται για απόδοση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε λαού στον Ενσαρκωμένο Λόγο, ώστε να τον ψηλαφήσει ο κάθε λαός πιο εύκολα. Τα παραπάνω ποιήματα εκφράζουν συγχρόνως και μια διαμαρτυρία σε όσους αντιτίθενται στην πρακτική αυτή και επιδιώκουν στη χριστιανική μαρτυρία και κυρίως στη χριστιανική ζωή να επικρατήσει η αφομοίωση ή η ενσωμάτωση και όχι η αληθινή «σάρκωση» του Λόγου του Θεού.
Πριν 55 χρόνια έγραφε ο ιεραπόστολος, τότε αρχιμανδρίτης, και νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος:
«Το πώς θα πραγματοποιηθεί η “σάρκωσις” του Λόγου του Θεού στη γλώσσα και τα ήθη μιας χώρας υπήρξε, και πρέπει να παραμείνει, η πρωταρχική μέριμνα κάθε ορθόδοξης ιεραποστολής και προοπτική της η ανάπτυξη της αυτοδύναμης και αυτόνομης γηγενούς Εκκλησίας, η οποία θα αξιοποιήσει όλα τα γνήσια στοιχεία των εθνικών παραδόσεων και σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του λαού, θα τα μεταμορφώσει και θα τα εξαγιάσει προς δόξαν Θεού. Ασφαλώς, είναι χρέος των ιεραποστόλων να γνωστοποιούν στους νεοφώτιστους τον πολιτισμό των άλλων άλλων χριστιανικών λαών και να τους βοηθούν να τον προσεγγίσουν και να τον κατανοήσουν. Αυτό όμως για κανένα λόγο δεν επιτρέπεται να αποσκοπεί σε παθητική μίμηση του ξένου. Αλλά οφείλει να αποτελεί πρόταση και παροχή προτύπων για νέα δημιουργία. Το παράδειγμα των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου παραμένει πάντοτε επίκαιρο και καθοδηγητικό» (Αφετηριακές σκέψεις για την εξωτερική ιεραποστολή, Πορευθέντες, τεύχ. 10, 1968)
Το 1980 ο ο καθηγητής της Ιεραποστολικής Ηλίας Βουλγαράκης έγραφε στο μελέτημα «Ο μαύρος και ο κίτρινος Χριστός»: «Ιστορικά, η μορφή του Χριστού μέσα στον Ορθόδοξο χώρο δεν έχει εκφραστεί μόνο με τη βυζαντινή αγιογραφία. Είναι γνωστές οι πρωτοχριστιανικές παραστάσεις του Κυρίου που διαφέρουν από τη μεταγενέστερη βυζαντινή τεχνοτροπία και κυρίως είναι γνωστές οι παραστάσεις του Χριστού που φιλοτέχνησαν οι Αιθίοπες, από τότε που έγιναν χριστιανοί, και οι οποίες εκφράζουν το δικό τους καλλιτεχνικό αισθητήριο, τόσο διαφορετικό από το ελληνικό!» (Φως των Εθνών, τεύχ. 17 (1980).
Άραγε στο σύγχρονο πλουραλιστικό κόσμο που η διαπολιτισμική επικοινωνία είναι αναγκαία, θα προσφέρουμε τις δυνατότητες μέσα από τη θρησκευτική εκπαίδευση να μεταλαμπαδευτεί το βίωμα της Εκκλησίας στους μαθητές/στις μαθήτριες ή μήπως θα επιλέξουμε το ψεύδος, την ιδιοτέλεια και κάθε μορφής καπηλεία, ακόμη και του Χριστού;
Νικολάου Τσιρέβελου,
Δρ. Θεολογίας - 1ο Πρότυπο Λύκειο Θεσσαλονίκης "Μ. Ανδρόνικος"
Διδάσκοντος Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου