Το μόνο αμάρτημα
Διήγημα του καλού μου φίλου Αργύρη Κόσκορου* "Δεν ήταν η πρώτη φορά που κουβαλούσε, έναντι αμοιβής, κάποιον διαβάτη κουρασμένο απ’ το δρόμο στην πλάτη της καμήλας του. Χρόνια πολλά σ’ αυτή τη θέση είχε γεράσει, κι ο ήλιος σ’ αυτά τα μέρη είχε τόσο χαράξει το πρόσωπό του που τον έκανε να μοιάζει ακόμα πιο γέρος. Ήταν όμως η πρώτη φορά που συναντούσε ένα βλέμμα σαν αυτό του ξένου, άντρα μεστού αν και όχι ιδιαίτερα μεγάλου σ’ ηλικία, μα με μια μελαγχολία παραδόξως πιο γερασμένη απ’ τη δική του, τη χαραγμένη ρυτίδες. Παντού γύρω ήταν έρημος και του έκανε εντύπωση που ο ξένος αυτός αντί για όαση έμοιαζε να γυρεύει μια θέση ακόμα πιο βαθιά σ’ αυτή την ξερή και άγονη θάλασσα, εκεί που πνίγεται μέχρι κι η τελευταία ελπίδα.