ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ. Μια σύντομη θεολογική θεώρηση απέναντι στην οικολογική καταστροφή
Νικολάου Γ.
Τσιρέβελου,
Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ
Καθημερινά
πληροφορούμαστε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης την οικολογική καταστροφή που
συντελείται στο φυσικό περιβάλλον σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Τον
φυσικό όλεθρο δημιουργούν η τρύπα του όζοντος, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η
αλλαγή του κλίματος, η σταδιακή εξάντληση των αποθεμάτων ενέργειας με την
ταυτόχρονη έλλειψη εκμετάλλευσης νέων μορφών ενέργειας κ.α.. Πλείστες
οικολογικές οργανώσεις προσπαθούν να ενημερώσουν το κοινωνικό σύνολο για τις
ραγδαίες συνέπειες του προβλήματος, αλλά και να πιέσουν τα αρμόδια κυβερνητικά
όργανα των όλων των χωρών, ώστε να μετριασθεί και να ελαττωθεί η ακόρεστη
σπατάλη του φυσικού πλούτου.
Βέβαια, η
απειλή της ολικής καταστροφής του πλανήτη είναι γεγονός υπαρκτό, οξυνόμενο
τάχιστα με την πάροδο του χρόνου. Ειδικοί επιστήμονες παρουσιάζουν ως αιτία του
προβλήματος την αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, τα ποικίλα
πολιτικο-οικονομικά συμφέροντα την αχαλίνωτη εμπορική κερδοσκοπία, τον
υπερκαταναλωτισμό κ.α.. Στα πλαίσια αυτού του σύντομου άρθρου, γίνεται προσπάθεια
να φωτισθεί το όλο θέμα από την πνευματική του πλευρά, καθώς και να εξετασθεί
και να αξιολογηθεί με υπαρξιακά-ηθικά κριτήρια μέσα από την αγιοπνευματική
παράδοση και θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ήδη από το
πρώτο βιβλίο του κανόνα της Αγίας Γραφής, τη Γένεση, αποκαλύπτεται η άμεση
σχέση του ανθρώπου με ολάκερη την κτίση. Ο Θεός δημιούργησε το σύμπαντα κόσμο
κι έπλασε τον άνθρωπο, τοποθετώντας τον στον Παράδεισο, «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν»[1]. Σχετικά με αυτό το θέμα, ο άγιος
Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ο Τριαδικός Θεός «τον άνθρωπον εξαιρέτου της πλάσεως παρά τα
λοιπά ζώα ηξίωσεν»[2],
τονίζοντας ότι «διαρκές το τερπνόν
έχον·... ώστε δια πασών των αισθήσεων ευωχείσθαι τον άνθρωπον τα μεν ορώντα,
των δε ακούοντα, άλλον απτόμενον άλλων οσφραινόμενον, ετέρων απογευόμενον»[3].
Επομένως, η δημιουργία όλη είναι από την αρχή της καλή λίαν, ο άνθρωπος
θεωρείται φύλακας της κτίσης και συνάμα προνομιούχος, αφού τα πάντα κτίσθηκαν
προς όφελος της σωματοψυχικής υπάρξεώς του. Ας μη λησμονούμε άλλωστε, ότι κατά
την πατερική παράδοση «Εδέμ»[4]
σημαίνει κατάσταση τρυφής[5]
(πολυτέλειας), απόλαυσης για τον άνθρωπο και υποδεικνύει συγχρόνως τη θέση του
μέσα στον κόσμο.
Εξάλλου, οι
Πατέρες της Εκκλησίας αποτύπωσαν με ενάργεια τη βαθύτερη ουσία της αποστολής
του ανθρώπου στην κτίση. Πιο συγκεκριμένα, είδαν την εν Χριστώ ολοκλήρωση και
τελείωση του κτιστού κόσμου σε άμεση σχέση με την προσφορά και τη συνεργασία
του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υπογραμμίζει ότι τούτη η
δυνατότητα αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του ανθρώπου, διότι είναι «μικτός προσκυνητής»[6].
Αυτό σημαίνει ότι ενώνει στην ύπαρξή του τον αισθητό και νοερό κόσμο (ως
σωματοψυχική οντότητα), εκφράζοντας με οντολογικό τρόπο την αρμονική συνύπαρξη
ορατής και αόρατης φύσης. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητάς του ο άνθρωπος λαμβάνει
το δικαίωμα να ονομάζεται στην κυριολεξία «μικτός,
επόπτης της ορατής κτίσεως, μύστης της νοουμένης»[7].
Αποστολή, λοιπόν, του ανθρώπου είναι η πλήρωση της ζωής του με έργα αγαθά. Αυτά
τα έργα στον λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης[8]
αποκρυσταλλώνονται σαν εμπειρία προοπτικής να «πληρούμεν ταις αγαθαίς εργασίαις την συνεζευγμένην ημίν γην (τουτέστιν
την σωματικήν υπηρεσίαν)»[9].
Επομένως, ο
άνθρωπος ανάλογα με τις επιλογές του και τον τρόπο ζωής του μπορεί να
προχωρήσει σε μια δυναμική πορεία τελείωσης (δηλαδή διαρκούς ένωσης με τον Θεό)
ή να αστοχήσει (αμαρτήσει) και κατά συνέπεια να οδηγηθεί στη φθορά. Η πορεία
τελείωσης του «κατ' εικόνα» Θεού δημιουργήματος επιτυγχάνεται, όταν «θεού γαρ εσμέν συνεργοί»[10],
σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο. Ο άνθρωπος τότε επιτυγχάνει να ενώσει εν Χριστώ
Ιησού τη γη με τον ουρανό[11]
και συνεπώς προκόβει κατά Θεόν, αφού γίνεται αυτό που έχει δημιουργηθεί, δηλαδή
«ον θεούμενον – ευχαριστιακόν»[12].
Η θεοποίηση υφίσταται μόνο ως χριστοποίηση[13],
όταν ανακεφαλαιώνονται «τα πάντα εν τω
Χριστώ, τα επί τοις ουρανοίς αι τα επί της γης»[14].
Αντίθετα, η ανθρώπινη αστοχία αποτελεί σύμπτωμα της πρωταρχικής διάσπασης των
σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό. Η συνέχεια αυτού του γεγονότος εκφράζεται στην
ιστορία (μεταπατορικά) με τις συνεχείς επίκτητες συγκρούσεις με τον εαυτό μας,
τον συνάνθρωπο και σύμπασα την κτίση.
Αυτή η
ανθρώπινη τραγωδία από θεολογικής πλευράς ερμηνεύεται έξοχα στην περιγραφή του
κατακλυσμού στο βιβλίο της Γενέσεως[15].
Μετά το προπατορικό αμάρτημα και την κληρονομιά της φθοράς, με την είσοδο του
θανάτου στο ανθρώπινο γένος, έχουμε ως συνέχεια τις πράξεις κάθε μεταπατορικού
αμαρτήματος.
Στην οντολογική ενέργεια συντριβής και μετάνοιας του ανθρώπου ο Θεός
δίδει πάλι την εντολή της «κατακυρίευσης»
της γης στους απογόνους των πρωτόπλαστων. Όπως φανερώνεται και στην υμνολογία
της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εφόσον «καθαράν
και αμόλυντον φύσιν του αέρος και γης και ύδατος κατά χρέος διασώζωμεν, πρώτοι
τε αυτοί αγνιζώμεθα»[16].
Η κατάσταση αυτή εξελίσσεται μέσα σε ένα αδιάκοπο σχήμα αμαρτίας - μετάνοιας -
θεραπείας, που διαδραματίζεται στην ανθρώπινη ιστορία. Ωστόσο, η αδιαφορία για
τη φροντίδα της κτίσης και η αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων έχουν ως
συνέπεια το τραύμα και τον όλεθρο του περιβάλλοντος, που εντοπίζονται στην
ελεύθερη ανθρώπινη βούληση[17]
μέσα στην ανθρώπινη ιστορία.
Ο καθηγητής
Γ. Μαντζαρίδης εύστοχα παρατηρεί ότι «σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι να
νοικοκυρέψει τον κόσμο ή να επιβραδύνει με κάθε τρόπο την καταστροφή του, αλλά
να δώσει τη μαρτυρία της καινής κτίσεως, που νικά την αμαρτία και το θάνατο∙
της κτίσεως που αναμένεται, αλλά είναι παρούσα στην καθημερινή ζωή» [18].
Ο
άνθρωπος ως «ιερέας της δημιουργίας» οφείλει καθημερινά να προσφέρει τα πάντα
στο Θεό[19].
Έτσι, και σε κάθε Ορθόδοξη θεία Λειτουργία αναφέρουμε: «τα σα εκ των σων σοι προσφέροντες κατά πάντα και δια πάντα». Τότε
η φθαρτή πραγματικότητα του άρτου και του οίνου μεταβάλλονται σε οντολογικά
αιωνίου τρόπου υπάρξεως δώρα, σε Σώμα και Αίμα Χριστού, την αληθινή πηγή της
ζωής, που οδηγεί τον άνθρωπο στη θέωση.
Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, για να
κατορθώσει ο άνθρωπος να αγιασθεί αποτελεί η έμπρακτη και καθημερινή προκοπή του
ευχαριστιακού βιώματος∙ η διαρκής εμπειρία της «λειτουργίας μετά τη Λειτουργία», σύμφωνα με την εύστοχη έκφραση
του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου[20].
Επείγει λοιπόν η άσκηση, η κένωση, ως κατόρθωμα και τρόπος ζωής κατά το πρότυπο
της θυσίας του Θεανθρώπου. Η σταυρική στάση ζωής[21],
ως ελλόγιμος αυτοπεριορισμός: «εαυτόν
εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος∙ και σχήματι
ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου,
θανάτου δε σταυρού» [22]. Εν
τέλει, όπως επισήμανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην οικολογική
συνέλευση στη Βενετία το καλοκαίρι του 2002, επείγει μια «θυσία ως ελλείπουσα
διάσταση στη σύγχρονη οικολογική αντίληψη» [23].
Η θεολογική
θέση που διατυπώνεται αναφέρεται σε κάθε άνθρωπο. Ας μη λησμονούμε άλλωστε ότι
κάθε ανθρώπινο πρόσωπο έχει μέσα του όλη την imago mundi (εικόνα του κόσμου). Είναι αυτό που
παραστατικά περιγράφει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός: «Εποίησεν ουν ο Θεός τον άνθρωπον άκακον, ευθή, ενάρετον, άλυπον,
αμέριμνον, πάση αρετή κατηγλαϊσμένον, πάσιν αγαθοίς κομώντα, οίον τινα κόσμον
δεύτερον, εν μεγάλω μικρόν» [24].
Έτσι δύναται ο άνθρωπος με τη στάση του να αγιάσει το φυσικό περιβάλλον, αλλά
και να το φθείρει∙ να το χρησιμοποιήσει προς όφελός του, αλλά και να το
καταχραστεί για την καταδίκη του∙ να το σεβαστεί συνεργαζόμενος με τον Θεό,
αλλά και να το τραυματίσει, διασπώντας τη σχέση του με τον Δημιουργό των
πάντων.
Τελικά, όλη
η θεολογική αναφορά και προβληματισμός σχετικά με το οικολογικό πρόβλημα
απαντούν τη λύση τους στον έμπρακτο λόγο του αγίου Ισαάκ του Σύρου: «Καρδία ελεήμων είναι η καύσις καρδίας υπέρ
πάσης της κτίσεως, ήγουν υπέρ των ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και
των δαιμόνων, και υπέρ πάντος κτίσματος, εκ της ενθυμήσεως και της θεωρίας των
οποίων ρέουσιν οι οφθαλμοί δάκρυα, και εκ της πολλής συμπαθείας και ελεημοσύνης
σμικρύνεται η καρδία του ελεήμονος, και δεν δύναται να υποφέρει ή ν’ ιδεί, ή ν’
ακούσει βλάβην τινά, ή λυπηρόν τι γινόμενον εις την κτίσις» [25].
[1] Γεν. 2,15.
[2] Γρηγορίου
Νύσσης, Ομιλία εις τον Παράδεισον,
ΒΕΠ τ. 70, 75,14, σελ. 161.
[3] Γρηγορίου
Νύσσης, ο.π., 78,17, σελ. 163 και 79,18, σελ. 164.
[4] Γεν. 1,31.
[5] Γρηγορίου
Νύσσης, ο.π., ΒΕΠ τ. 70, 81,3, σελ. 166.
[6] Ιωάννη
Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου
πίστεως, PG 94, 26C.
[7] Ιωάννη
Δαμασκηνού, ο.π., PG 94, 302C.
[8] Γρηγορίου
Νύσσης, Ομιλία εις τον άνθρωπον, ΒΕΠ
τ. 70, 48, 18-19: «Και πληρώσατε την γην.
Σάρκα την δεδομένην υμίν εις υπηρεσίαν πληρώσατε αγαθών έργων∙ οφθαλμός πλήρης
έστω του οράν τα δέοντα? χειρ πλήρης έστω των αγαθών έργων∙ πόδες έστωσαν εις
επίσκεψιν ασθενούντων».
[9] Γρηγορίου
Νύσσης, Ομιλία εις τον άνθρωπον, ο.π. 48,28.
[10] Α΄ Κορ. 3,9.
[11] Μαξίμου
Ομολογητή, Περί διαφόρων αποριών, 41,
PG 91, 1304D-1308C.
[12] Για περισσότερα
σχετικά με αυτή τη θέση βλ. Κ. Ware, Η Ορθόδοξη θεολογία στον 21ο αιώνα, εκδ.
Ίνδικτος, 2005, σελ. 48 και Π. Νέλλα, Η
περί δικαιώσεως διδασκαλία του Νικολάου Καβάσιλα, εκδ. Ίνδικτος, 1998.
[13] Κολ. 1,17: «και αυτός εστίν προ πάντων και τα πάντα
εν αυτώ συνέστηκεν. Και αυτός εστίν η κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας∙ ος
εστίν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών ίνα γένηται εν πάσιν αυτός πρωτεύων, ότι
εν αυτώ ευδόκησεν παν το πλήρωμα κατοικήσαι και δι' αυτού αποκαταλλάξαι τα
πάντα εις αυτόν, ειρηνοποιήσας δια του αίματος του σταυρού αυτού [δι' αυτού]
είτε τα επί της γης είτε τα εν τοις ουρανοίς».
[14] Εφ. 1,10.
[15] Γεν. 9,2 κ.ε..
[16] Ακολουθία υπέρ προστασίας του περιβάλλοντος,
ωδή δ΄ του Όρθρου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία με πρωτοβουλία του Οικουμενικού
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίου έχει αφιερώσει την 1η
Σεπτεμβρίου, που είναι η αρχή του νέου εκκλησιαστικού έτους, σε ημέρα προσευχής
για το περιβάλλον. Ο νυν Πάπας Ρώμης Φραγκίσκος από το έτος 2015 συντάσσεται με
αυτή την πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και ορίζει την 1η
Σεπτεμβρίου ως ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος. Για περισσότερα βλ. Ν. Παπαχρήστου,
«Ο Πάπας συντάσσεται με την πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχη»: http://www.amen.gr/article/o-papas-fragiskos-sydassetai-me-to-oikoumeniko-patriarxeio-kai-orizei-tin-1i-septemvriou-os-imera-prosefxis-gia-to-perivallon
(τελευταία προσπέλαση 11/09/2015).
[17] Σχετικά με την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και το πρόβλημα
του κακού βλ. τη μελέτη του Ν. Ματσούκα, Το
πρόβλημα του κακού, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σ.σ. 308.
[18] Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, εκδ. Π. Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 487.
[19] Βλ. Κ. Ware, Η Ορθόδοξη
θεολογία στον 21ο αιώνα, εκδ. Ίνδικτος, 2005, σελ. 53. Πρβλ.
Ιωάννη (Ζηζιούλα) Μητροπολίτη Περγάμου, Η
κτίση ως ευχαριστία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1998, σελ. 93 κ.ε..
[20] Σχετικά με τον όρο «λειτουργία μετά τη Λειτουργία»
που πρώτος διατύπωσε ο νυν Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Αναστάσιος βλ. τη συλλογή
μελετημάτων του: Ιεραποστολή στα ίχνη του
Χριστού, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2007, σελ. 130 κ.ε.. Για μια ερμηνευτική
προσέγγιση στο θέμα βλ. Ν. Τσιρέβελου, Θεολογική
θεμελίωση της Ορθόδοξης μαρτυρίας. Σπουδή στο έργο του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας
Αναστασίου, εκδ. Ostracon
Publishing, Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 101-108.
[21] Πρωτ. Κ. Καρασαϊρίδη, Η συμβολή του π Δημητρίου Στανιλόαε στη μελέτη των λειτουργικών θεμάτων,
Αθήνα 1997, σελ. 226 κ.ε..
[22] Φιλ. 2, 7-8.
[23] Βαρθολομαίου Οικουμενικού
Πατριάρχου, Sacrifice: The missing dimension, Ferdmans, 2003.
[24] Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 402D.
[25] Λόγοι Ασκητικοί, εκδ. Απ. Βαρνάβας, σελ.
270.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου