Δήμητρας Κούκουρα,
Καθηγήτριας Τμήματος Θεολογίας Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Εισήγηση στο ΙΔ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Ευαγγελισμός και Επανευαγγελισμός στην Ευρώπη του 21ου αιώνα» στη Θεσσαλονίκη
Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στίς σύγχρονες ἐκκοσμικευμένες κοινωνίες καί ὁ εύαγγελισμός ἐκείνων πού ἀκόμη δέν ἔχουν γνωρίσει τόν Χριστό ἀποτελοῦν ἀδιάλειπτο χρέος τῆς Ἐκκλησίας[1].
Η ανάγκη του ευαγγελισμού και οι αποδέκτες
Στο μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των Ορθοδόξων Εκκλησιών τονίζεται εξ αρχής το χρέος της Εκκλησίας για τη μετάδοση του μηνύματος του Ευαγγελίου σε πολλαπλούς αποδέκτες. Σ’ εκείνους που δεν έχουν ακούσει ποτέ για τον Ιησού Χριστό και το κοσμοσωτήριο έργο του. Και σ’ εκείνους που έχουν άμεσες ή έμμεσες χριστιανικές καταβολές και πιθανότατα είναι βαπτισμένοι. Έχουν όμως αποχριστιανοποιηθεί για λόγους, που κυρίως σχετίζονται με το πνεύμα της εκκοσμίκευσης. Όσοι ανήκουν στις αυξανόμενες αυτές ομάδες είναι αδιάφοροι απέναντι στη χριστιανική πίστη. Πολλοί γίνονται επικριτές των Χριστιανών για τα λάθη τους. Άλλοι αποδεικνύονται πολέμιοι της Εκκλησίας. Αυτό το γεγονός οδηγεί στην απορία: όντως πρόκειται για λαό του Θεού ή για ένα πετρώδες χωράφι με σπόρους που έχουν νεκρωθεί; Τότε το χρέος της Εκκλησίας είναι μάλλον ο ευαγγελισμός και των εγγύς παρά ο επανευαγγελισμός[2]. Δηλαδή εξ υπαρχής το κάλεσμα σε μετάνοια και η μαρτυρία του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της ελπίδας.
Αυτή η πραγματικότητα είναι ευρύτατα γνωστή σε δραστήριες ιεραποστολικές ομάδες νεωτέρων χριστιανικών κοινοτήτων, που αποστέλλονται προ πάντων από το Νότιο Ημισφαίριο και την Άπω Ανατολή, για να διδάξουν το Ευαγγέλιο στην Ευρώπη. Διότι διαπιστώνουν ότι οι κάτοικοί της, είτε «αυτόχθονες» είτε «επήλυδες», στην πλειονότητά τους δεν το αναγνωρίζουν, δεν το βιώνουν και δεν το εφαρμόζουν. Οι ίδιοι ζηλωτές ιεραπόστολοι αψηφούν την ιστορική πραγματικότητα ότι η Ευρώπη στο σύνολό της άκουσε το Ευαγγέλιο από τους Αποστόλους και τους διαδόχους τους, επηρεάζοντας με τις αξίες του τον πολιτισμό της. Η διολίσθηση του ευαγγελισμού σε προσηλυτισμό και η καταπάτηση της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας δεν λαμβάνονται υπόψη. Σημασία έχει μία αχανής terra missionis: οι αναρίθμητοι κάτοικοι της Ευρώπης, οι οποίοι, στο πλαίσιο των πολλαπλών ελευθέρων επιλογών τους, εν αγνοία ή εν επιγνώσει, απορρίπτουν τον Χριστό. Το γεγονός αυτό οπωσδήποτε ανησυχεί έντονα τις ιστορικές Εκκλησίες της Ευρώπης, οι οποίες δηλώνουν την ανάγκη της εκ νέου μαρτυρίας του ευαγγελίου. Τον 21ο αιώνα και πάλιν από την αρχή όπως τον 1οαιώνα και τους επόμενους δέκα που ακολούθησαν για τον πλήρη εκχριστιανισμό της Ευρώπης. Το ζητούμενο είναι η σπορά του λόγου και η καλλιέργεια ενός πολυσύνθετου χωραφιού που χρειάζεται προσεκτικές μεθόδους, για να αποδώσει νέους πνευματικούς καρπούς.
Μεταφορά του Ευαγγελίου και θεία Λειτουργία
Ο επανευαγγελισμός, όπως και ο ευαγγελισμός, ξεκινούν από τη θεία λειτουργία και την έξοδο των ευαγγελιστών προς τον κόσμο, προς τους εγγύς και τους μακράν, όπως επισημαίνεται στο μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου:
Μετέχοντες στή Θεία Εὐχαριστία καί δεόμενοι ὑπέρ τῆς οἰκουμένης ὀφείλουμε νά συνεχίσουμε τή λειτουργία μετά τή Θεία Λειτουργία καί νά δίδουμε τή μαρτυρία τῆς πίστεως πρός τούς ἐγγύς καί τούς μακράν, συμφώνως πρός τή σαφή ἐντολή τοῦ Κυρίου πρό τῆς Ἀναλήψεώς Του: «καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλήμ καί ἐν πάσῃ τῇἸουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1:8).
Η κατάληξη της πορείας είναι πάλι η θεία λειτουργία, εφόσον, κατά την εντολή του Χριστού, ο στόχος της μαθητείας των εθνών είναι το βάπτισμα και η ενεργός μετοχή τους στο μυστήριο της Εκκλησίας (Μαρ. 16,15). Ενδεχομένως, εκτός από το βάπτισμα, αν αυτό έχει κάποτε τελεσθεί, ο στόχος του επανευαγγελισμού είναι ο ίδιος: «ὅτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ»(Β’ Κορ. 4:6).
Η μαρτυρία της πίστεως εκφράζεται με ποικίλους τρόπους: το ήθος των Χριστιανών μέσα στην κοινωνία, τις δράσεις τους για την ανακούφιση των πασχόντων, τη συμβολή τους στις επιστήμες και τις τέχνες, την κραυγή και τους αγώνες τους για την επικράτηση της ειρήνης και της δικαιοσύνης κ.ο.κ. Σε αυτή την περίπτωση τηρείται η εντολή του Ιησού στους μαθητές του: «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5:16).
Όσοι κληρικοί και λαϊκοί ψάλλουν συνειδητά, μετά τη θεία κοινωνία, ότι είδαν το φως το αληθινό, έλαβαν το επουράνιο πνεύμα και βρήκαν την αληθινή πίστη με την προσκύνηση της Αγίας Τριάδος[3], αυθορμήτως στην καθημερινή τους ζωή επιτελούν τη λειτουργία μετά τη Λειτουργία, δίνοντας συνεπή μαρτυρία της πίστεως[4]. Όταν όμως το φως τους τρεμοσβήνει στα απλά και καθημερινά αλλά και στα πιο σπουδαία, τότε η πίστη τους αποδεικνύεται ασθενική και η μαρτυρία τους στον κόσμο προβληματική. Οι Χριστιανοί συχνά παρουσιάζονται εγκλωβισμένοι σε πολιτιστικά στοιχεία του παρελθόντος και αποτυγχάνουν να ομολογήσουν έναν Χριστό που είναι πάντοτε επίκαιρος: ὁ ὥν, ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος. (Απ. 1,4)
Η προτεραιότητα του προφορικού λόγου
Ο προφορικός λόγος είναι ο πρωταρχικός τρόπος με τον οποίο μαθητεύουν τα εν αγνοία έθνη και όσοι έχουν απομακρυνθεί συνειδητά ή ασυνείδητα από τη χριστιανική πίστη. Το προφορικό κήρυγμα έχει παραδοθεί από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Ιωάννη Πρόδρομο, «ἐκήρυσσε λέγων…»(Μρ 1:7), τον Ιησού Χριστό (Μρ 14:14-15) και τους μαθητές του. Ο Απ. Παύλος με τις γνωστές διαδοχικές ερωτήσεις του για την ανάγκη επανασύνδεσης των ανθρώπων με τον Θεό Πατέρα και τον αδιαμφισβήτητο ρόλο του προφορικού κηρύγματος, απορεί: «Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν; «(Ρωμ. 10:14). Και καταλήγει λιτά και κατηγορηματικά: πῶς οὖν ἐπικαλέσωνται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσωσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσωσιν χωρὶς κηρύσσοντος;.. ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Χριστοῦ (Ρωμ. 10:14,17) ( fides ex auditu).
Η σημασία του προφορικού κηρύγματος παραμένει αδιαμφισβήτητη και στις ημέρες μας, παρ’ όλη την ευρύτατη διάδοση του γραπτού λόγου και την επιβλητική κυριαρχία της εικόνας.
Θα μπορούσε ίσως κανείς να επικαλεστεί την πραγματικότητα ότι ο προφορικός πολιτισμός που υπαγόρευσε και την προφορική μορφή του χριστιανικού κηρύγματος έχει παρέλθει. Στις παλαιότερες εποχές η συντριπτική πλειοψηφία των αποδεκτών ήταν αναλφάβητοι, η γραφική ύλη σπάνια, η τυπογραφία ανύπαρκτη και η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία αδιανόητη. Σήμερα όμως δεν συμβαίνει το ίδιο.
Παρ’όλα αυτά ο προφορικός λόγος εκ φύσεως έχει χρονική και ουσιαστική προτεραιότητα[5]. Το βρέφος μαθαίνει την πραγματικότητα γύρο του με τις λέξεις που ακούει από τα χείλη της μητέρας του, οι οποίες έχουν ένα νόημα και μία ακουστική εικόνα. Στη συνέχεια με τους κανόνες που προφορικά μαθαίνει συντάσσει προτάσεις και με αυτόν τον τρόπο αρχίζει να εκφράζει τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις κρίσεις του. Ο γραπτός λόγος και η περαιτέρω καλλιέργεια της γλώσσας και της σκέψης έρχονται αργότερα.
Το ίδιο ισχύει και για τη μητέρα Εκκλησία: με στοργή και υπομονή διδάσκει στα παιδιά της τα λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή (Ιω. 6:68). Τους καλεί να μετανοήσουν, δηλαδή να βρουν την αλήθεια και το νόημα που αναζητούν για τη ζωή τους στον Θεό που έχει γίνει άνθρωπος, ο δικός μας άνθρωπος (Ιω.1-14).
Το προφορικό κήρυγμα έχει την προτεραιότητα όχι όμως και τη μοναδικότητα για τη μεταφορά της χαρμόσυνης είδησης, την εμπέδωση της πίστης και την πνευματική οικοδομή των πιστών. Συνοδεύεται πάντοτε από την ανάλογη στάση ζωής των Χριστιανών και την προσφορά τους μέσα στην κοινωνία. Ο Ιησούς είναι κατηγορηματικός: «ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.»(Ματθ. 5:19). Ο Απ. Παύλος επιβαβαιώνει την συανλληλία: «οὐ γὰρ τολμήσω τι λαλεῖν ὧν οὐ κατειργάσατο Χριστὸς δι’ ἐμοῦ εἰς ὑπακοὴν ἐθνῶν, λόγῳ καὶ ἔργῳ»(Ρωμ. 15:18).
Αρνητικά ομιλητικά παραδείγματα
Το κήρυγμα, πρωταρχικό μέλημα για τη ζωή της εκκλησίας, συχνά προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς. Είτε απευθύνεται στο εκκλησίασμα στη διάρκεια της θείας λειτουργίας είτε αρθρώνεται για πολλαπλούς ακροατές εκτός του ιερού ναού. Στην πρώτη περίπτωση ασχολείται αποκλειστικά με την ατομική σωτηρία, ελεγκτικές ηθικολογίες, την τυπολατρία, πομπώδεις θριαμβολογίες, φλυαρίες κενές περιεχομένου, με τη συλλήβδην καταδίκη του σύγχρονου κόσμου.
Αναμφιβόλως ουδόλως έχουν εκλείψει τα συνεπή ομιλητικά παραδείγματα που οδηγούν τους πιστούς στην κατανόηση των Γραφών, στη συνειδητή μετάληψη των «φρικτών μυστηρίων», στην επούλωση των πληγών, στη διέξοδο από τη απόγνωση, στην κοινωνική ευαισθησία και προσφορά.
Ωστόσο, τα «χάλκινα ηχεία» κάνουν τον περισσότερο θόρυβο και όχι σπάνια οδηγούν σε γενικευμένες απαξιωτικές κρίσεις για τη χρησιμότητα του κηρύγματος. Προβάλλεται το επιχείρημα: αντί για τα απαράδεκτα ακούσματα προτιμότερη είναι η σιωπή. Αν και η διάγνωση είναι ακριβής, η προτεινόμενη θεραπεία δεν είναι η ενδεδειγμένη. Το άστοχο, ενοχλητικό, ανούσιο, προχειρολόγο, αναιμικό κήρυγμα οφείλει να βελτιωθεί. Διότι μήτε λατρεία μήτε ποιμαντική μήτε επανευαγγελισμός μήτε ευαγγελισμός γίνεται, χωρίς να αρθρωθεί σωστά ο λόγος του Θεού και παράλληλα να σαρκωθεί με έργα κοινωνικής αλληλεγγύης και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Οι αρνητικές κρίσεις για το κήρυγμα αποτελούν κοινό τόπο και πόνο στις περισσότερες χριστιανικές παραδόσεις. Η αποκατάσταση και η αναστήλωση της εικόνας του είναι ένα σοβαρό ζητούμενο για τους μη εφησυχασμένους εντεταλμένους ευαγγελιστές και τους ολιγάριθμους ειδικούς ερευνητές.
Σκεπτικισμός επικρατεί σε αρκετούς κύκλους και για το ιεραποστολικό κήρυγμα, δηλαδή για τον λόγο που απευθύνεται προς τους «μή εἰδότας τάς Γραφάς». Οι δισταγμοί εδράζονται στις ιδιαιτερότητες της εκκοσμίκευσης αλλά και στη δαιδαλώδη και αποπροσανατολιστική ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας.
Συχνά τίθεται το ερώτημα, μερικής αγνοίας ή και ρητορικό: τί καινούριο έχει να πει ένα μήνυμα για τις ανάγκες των συγχρόνων ανθρώπων, το οποίο έχει ήδη εξαντλήσει τον κύκλο του στην Ευρώπη και ευρέως απορρίπτεται; Η αρνητική απάντηση που υπονοείται είναι μάλλον αποθαρρυντική. Στηρίζεται στο αραιό εκκλησίασμα τις Κυριακές, την πώληση των χώρων λατρείας και την αλλαγή της χρήσης τους, τα ποικίλα οικονομικά και ηθικά σκάνδαλα, την κωδικοποίηση της χριστιανικής πίστης με παρωχημένους εκφραστικούς τρόπους (ορολογία, τέχνη κ.ο.κ). Οι χριστιανικές κοινότητες στις Ευρωπαϊκές χώρες όντως αραιώνουν από τα μέλη τους. Πολλοί, ακόμη και ώριμης ηλικίας, εγκαταλείπουν τις ενορίες τους, ενώ οι νεώτεροι ούτε καν εντάσσονται. Με την άνεση της ελευθερίας των πολλαπλών επιλογών που προσφέρει η παγκοσμιοποιημένη γειτονιά τους και ακόμη περισσότερο η οθόνη τους, στρέφονται σε μια άλλη θρησκεία. Προσελκύονται από κάποια ιδεολογία ή τον αγνωστικισμό. Πολύ συχνά δηλώνουν με καύχηση ότι είναι άθεοι, υποκρύπτοντας την εγωπαθή λατρεία του εαυτού τους.
Ο σύγχρονος κυβερνοχώρος συζητείται επίσης ως εμπόδιο για τον ευαγγελισμό, καθώς σφύζει από καταιγισμό εναλλασσόμενων εικόνων και προφορικών ή γραπτών μηνυμάτων. Η χιονοστιβάδα των πληροφοριών είναι δυνατόν να παρασύρει στο πέρασμά της ακόμη και τη μοναδική είδηση, που αφαιρεί από τους ανθρώπους τον τρόμο του θανάτου και τους φωτίζει και τους θερμαίνει στο παγερό σκοτάδι της μοναξιάς.
Η ομιλητική διαδικασία
Όπως γενικότερα ισχύει για κάθε ομιλητική διαδικασία[6], ομοίως και για τον επανευαγγελισμό δρουν τρεις σταθεροί παράγοντες: ο αναγγέλλων την είδηση, η είδηση και οι ακροατές/αποδέκτες της. Σε αυτούς τους παράγοντες προστίθενται τα διαθέσιμα μέσα για τη διάδοση του μηνύματος, οι γλωσσικοί κώδικες, τα θέματα που αναπτύσσονται και το ευρύτερο περιβάλλον που πλαισιώνει την ομιλητική διαδικασία.
Η περιρρέουσα ευρωπαϊκή εκκοσμικευμένη κοινωνία εκ πρώτης όψεως εκλαμβάνεται ως αρνητική για την εξαγγελία του ευαγγελίου. Δημοσίως δεν είναι ενθαρρυντική μήτε απ’ ευθείας ευεργετική. Όμως δεν είναι και απαγορευτική[7]. Η μείωση του δημόσιου ρόλου της θρησκείας και ο περιορισμός της στην ιδιωτική σφαίρα αντισταθμίζονται από τις κατοχυρωμένες θρησκευτικές ελευθερίες. Επίσης από την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και των αξιών. Συνεπώς, η ίδια η νεωτερικότητα που συνέβαλε στον μαρασμό της θρησκευτικής πίστης, η ίδια δεν παρεμποδίζει την αναζωπύρωσή της.
Είναι αυτονόητο, εξάλλου, ότι η δαιδαλώδης πληθώρα των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών και των πολυώνυμων μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν απορρίπτονται ως μέσα για τη γνωστοποίηση του ευαγγελίου. Το ζήτημα μετατοπίζεται στην πρόσληψη του μηνύματός του. Με ποιόν τρόπο θα προσελκύσει ευθύς εξ αρχής το ενδιαφέρον του αποδέκτη; Με ποιον τρόπο θα αποφευχθεί η αυθόρμητη μηχανική αλλαγή του καναλιού από προκατάληψη ή από ανία; Προβληματισμό επίσης δημιουργεί ο τροφοδότης των πολλαπλών δικτύων κοινωνικής ενημέρωσης και η ποιότητα της χριστιανικής μαρτυρίας που εκπέμπουν. Πολλές φορές χρησιμοποιούνται για να ενισχύουν τον ναρκισσισμό. Ακόμη και για να εξαπολύουν μύδρους φανατισμού και αλαζονικής μισαλλοδοξίας. Παρόμοιες οπτικοακουστικές εικόνες στο μέγεθος που προσλαμβάνονται βλάπτουν σημαντικά την προσπάθεια του επανευαγγελισμού.
Ποια όμως είναι η καινούρια είδηση για εκείνους που διατείνονται ότι η ημερομηνία της έχει λήξει;
Μία προσεκτική ενασχόληση συχνά αποδεικνύει ότι η είδηση δεν είναι επακριβώς γνωστή. Εκείνο που απωθεί είναι η αρνητική συμπεριφορά κατ’ όνομα Χριστιανών που οδηγεί στην απόρριψη της ίδιας της πίστης με μία απλή λογική διαδικασία: γιατί να πάμε στην εκκλησία, εφόσον αυτοί που πηγαίνουν κάνουν τέτοια πράγματα! Σε τέτοιες περιπτώσεις σημειώνεται αδυναμία ή και απροθυμία για να εντοπιστούν τα πολλά θετικά της χριστιανικής μαρτυρίας. Το αποτέλεσμα είναι τα λιγότερα ξερά χόρτα να σκεπάζουν τα περισσότερα χλωρά και όλα μαζί να καίγονται. Εξάλλου η συνεισφορά των χριστιανικών εκκλησιών στην ανακούφιση και τη συνοχή της κοινωνίας, σύμφωνα με τη νεωτερικότητα, θεωρείται ευπρόσδεκτη δράση ενός ιδιωτικού οργανισμού κοινής ωφελείας. Γι αυτόν ίσως τον λόγο και οι εκατοντάδες χιλιάδες που τρέφονται ημερησίως τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης από την εκκλησία, επί το πλείστον σταματούν για να πάρουν τον επιούσιο άρτο μέχρι το κέντρο σίτισης. Ούτε υποψιάζονται και ίσως ούτε δεν ενδιαφέρονται να μάθουν ότι μέσα στο προαύλιο του ναού προσφέρεται ὁ ἄρτοςὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. (Ιω.6:51).
Διευκρινίζεται ότι η φιλανθρωπία της Εκκλησίας περιλαμβάνει με σεβασμό αδιακρίτως όλους τους πάσχοντες ελάχιστους αδελφούς του Κυρίου και δεν αποτελεί μέσο προσηλυτισμού ή εξάρτησης. Είναι ανάγκη όμως να γίνεται διαρκώς γνωστό ότι αυτή η φιλανθρωπία είναι αντίδωρο αγάπης και ευχαριστίας προς τον Χριστό της άκρας ταπείνωσης, της αυτοθυσίας, της συγγνώμης, του ελέους και των οικτιρμών.
Η χαρμόσυνη είδηση δεν είναι πάντοτε γνωστή: «καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶν τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Ὃς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήμφθη ἐν δόξῃ» (Α’Τιμ. 3:16). Αλλά και αν ακόμη γίνει γνωστή, πόσο θα γίνει σήμερα πιστευτή; Πόσο θα γίνει αποδεκτή από την μεγαλαυχούσα ανθρώπινη λογική, το μόνο εξουσιοδοτημένο όργανο για την ανεύρεση της αλήθειας, κατά τον Διαφωτισμό και τη νεωτερικότητα που τον ακολούθησε;
Παρ΄ όλα αυτά, η εντολή του Χριστού για τη μαθητεία των εθνών είναι αμετάκλητη (πορευθέντες μαθητεύσατε (Μτ 28:19) και η βεβαιότητα για τη συνοδοιπορία του σε αυτήν την αποστολή αδιάψευστη (καί ίδού ἐγώ μεθ’ ἡμῶν είμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελεἰας τοῦ αίῶνος Μτθ 28:20). Ομοίως είναι συνταρακτική και η προειδοποίησή του για το μέγεθος της καρποφορίας του σπόρου που θα πέσει στη γη. Το χωράφι δεν ήταν όλο δεκτικό, όμως ο σπορέας έριξε τον ίδιο σπόρο σε όλη του την έκταση (Μρ 4:1-8).
Τίς λαλήσει τάς δυναστείας τοῦ Κυρίου; Ποιος είναι ο αγγέλλων;
«Μετέχοντες στη Θεία Εὐχαριστία καί δεόμενοι ὑπέρ τῆς οἰκουμένης ὀφείλουμε….»
Στο μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ως αγγελιαφόροι της είδησης υπονοούνται όλα τα μέλη της ευχαριστιακής κοινότητας, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, οι εντεταλμένοι στη διακονία του ευαγγελισμού με ποικίλες ιδιότητες: κήρυκες, κατηχητές, διδάσκαλοι. Όμως, κατά την ποικιλία των χαρισμάτων, οι Επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι έχουν την κύρια ευθύνη, συνεχίζοντας το έργο των Αποστόλων. Η ευχή της χειροτονίας του πρεσβυτέρου και του Επισκόπου και οι κανόνες της Εκκλησίας είναι καθοριστικοί[8].
Η γνώση του σύγχρονου κόσμου, η συνειδητοποίηση του συγκεκριμένου ρόλου της θρησκείας στο περιθώριο του δημόσιου βίου, η ενημέρωση για τα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών, η εξοικείωση με την κοινωνική και οικονομική ορολογία και τα νέα ήθη που διαμορφώνονται από την παγκοσμιοποίηση, κρίνονται ως αναγκαίες προϋποθέσεις για την κωδικοποίηση και την πρόσληψη του μηνύματος του ευαγγελίου.
Διαφορετικά, όπως επισημαίνεται, οι ευαγγελιζόμενοι την ειρήνη θα απευθύνονται σε ανθρώπους μιας άλλης παρωχημένης εποχής.
Οι προϋποθέσεις είναι αναγκαίες για να γίνει κατανοητός ο αδιαμφισβήτητος ρόλος της εκκλησίας για τη συνοχή και πρόοδο της κοινωνίας με το φιλανθρωπικό και μορφωτικό της έργο και την καλλιέργεια των ηθικών αξιών. Δεν είναι όμως επαρκείς, γιατί η μαρτυρία του ευαγγελίου δεν είναι μόνον μία ομιλητική διαδικασία μεταξύ διανοουμένων που χαράσσουν μία αποτελεσματική κοινωνική πολιτική. Η καινούρια είδηση δεν μεταδίδεται από ένα ανθρώπινο εγκέφαλο σε έναν άλλον. Αλλά από έναν άνθρωπο που ο ίδιος ζει την αγάπη του Χριστού και ακολουθεί τα βήματά του. Με απλότητα, ταπεινοφροσύνη, καλοσύνη, κατανόηση και υπομονή καλεί «τους κοπιώντες και πεφορτισμένους (Μτθ 11:28) στον Ιησού που θα τους ελαφρώσει από το φορτίο τους.
Αυτού του είδους η μαρτυρία με κανέναν τρόπο δεν υπαινίσσεται την αμάθεια ή την ημιμάθεια, τη φυγοπονία για τη γνώση και τη σπουδή. Απλώς υπογραμμίζει τα αυτονόητα για αυτήν την αποστολή επί τα ίχνη του Ιησού: αγιότητα βίου, φλογερή πίστη, θυσιαστικό ήθος, φωτισμένο νου, ανοικτούς ορίζοντες και διαρκή προσευχή. Τονίζει την αδιάκοπη μέριμνα του ευαγγελιστή να συντονίζει το μήνυμα στις ειδικές συχνότητες της ανθρώπινης καρδιάς που αγωνιά για την αλήθεια, την αγάπη, την ειρήνη και τη δικαιοσύνη. Η πρόσληψη και η καρποφορία της είδησης είναι στη συνέχεια έργο της χάριτος του Θεού και της ανθρώπινης συνεργίας.
[1] https://www.holycouncil.org/-/message
[2] Σχετικά με την ορολογία βλέπε σχετικά: https://www.oikoumene.org/en/resources/documents/commissions/mission-and-evangelism/together-towards-life-mission-and-evangelism-in-changing-landscapes
[3] Θεία Λειτουργία Ιωάννου του Χρυσοστόμου
[4] Archbishop Anastasios,Mission in Christ Way, Holy Cross Orthodox Press- WCC Publication, Geneva, 2010, Clarification of the Phrase :Liturgy after Liturgy”, p. 94-98.
[5] F. de Saussure, Cours de linguistique générale , Payot, Paris, 1975, p. 23-54, 155-162
[6] Δήμητρας Κούκουρα, Μεθοδολογική προσέγγιση ομιλητικών κειμένων. Λόγοι Επισκόπων, Εκδ. Π. Πουρναράς, θεσσαλονίκη, 2006, σελ. 11-12.
[7]Νίκης Παπαγεωργίου, Η Εκκλησία και η εκκοσμίκευση, 2nd INTERNATIONAL ORTHODOX YOUTH CONFERENCE, Κωνσταντινούπολη, Ιούνιος 2017 http://www.ec-patr.org/youth/papageorgiou.htm
[8] 58ος των Αποστόλων, 19ος της Πενθέκτης , Ευχή χειροτονίας πρεσβυτέρου: Ὸ Θεός, ὸ μέγας …πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς ἵνα γένηται ἄξιος παρεστάναι ἀμέμπτως τῶ Θυσιαστηρίω σου, κηρύσσειν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας σου..». Ευχή χειροτονίας επισκόπου: «Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, … σύ, Χριστέ, καὶ τοῦτον τὸν ἀναδειχθέντα οἰκονόμον τῆς ἀρχιερατικῆς χάριτος, ποίησον μιμητὴν σοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένος, τιθέντα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων σου, ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτὴν ἀφρόνων, διδἀσκαλον νηπίων, φωστῆρα ἐν κόσμω ἵνα,… παραστῆ τῶ Βήματί σου ἀκαταισχύντως, καὶ τὸν μέγαν μισθὸν λάβη, ὅν ἡτοίμασας τοῖς ἀθλήσασιν ὑπὲρ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου σου».
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο Θεολογικά Δρώμενα, από όπου και οι φωτογραφίες του Διαχριστιανικού Συμποσίου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου