Περί βίου αγιότητας - Α1

 


Το έργο του Μέγα Βασίλειου

 

 

Ένας από τους τρεις Ιεράρχες και Άγιος της εκκλησίας μας είναι ο Μέγας Βασίλειος που το φιλανθρωπικό και κοινωνικό του έργο έμεινε ανεξίτηλο στους αιώνες.Η ορθόδοξη εκκλησία τον τιμάει στη 1 Ιανουαρίου και στις 30 Ιανουαρίου, των τριών Ιεραρχών.

Γεννήθηκε στη πόλη της Καισαρείας το 330 από βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια, έχοντας μητέρα την Εμμέλια , η οποία μάλιστα εορτάζεται την ίδια μέρα με τον γιό της, και έχοντας ακόμη πατέρα ρήτορα. Η γιαγιά του μάλιστα ήταν κόρη Χριστιανού μάρτυρα.

Ο Βασίλειος σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, φυσική και ιατρική.Οι γνώσεις του στην ιατρική του επέτρεψαν να βοηθήσει άπορους ασθενείς και μάλιστα περιποιούνταν ο ίδιος πληγές λεπρών, κάτι το οποίο έδειχνε τη μεγαλοκαρδία του και το ήθος του, σε μία εποχή που κάτι τέτοιο ήταν ανήκουστο. Σε καιρό λιμού προσέφερε φροντίδα σε αυτούς που έπασχαν.

Το λαμπρότερο και πιο ξακουστό του έργο ήταν η Βασιλειάδα που ήταν ένα σύμπλεγμα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Στη Βασιλειάδαπεριλαμβάνονταν το πτωχοτροφείο, το ορφανοτροφείο, το γεροκομείο και το νοσοκομείο.Με την πάροδο του χρόνου η Βασιλειάδαεξελίχθηκε σε πόλη, η οποία περιλάμβανε 30.000 ανθρώπους.

Επισκέφτηκε κάποτε έναν ιερέα τον Αναστάσιο μαζί με την γυναίκα του Θεογνωσία και εκεί θέλοντας να ανταμείψει τον ιερέα για τα όσα με ταπεινότητα πρόσφερε σε ένα λεπρό, δηλαδή τον είχε στο σπίτι του και τον υπηρετούσε, τον φρόντιζε αγόγγυστα. Χωρίς να το ξέρει κάνεις θέλησε να πάρει το φορτίο από τους ώμους του ιερέα προσευχόμενος ένα ολόκληρο βράδυ, και ο λεπρός θεραπεύτηκε. Δεν ήθελε απλά να επαινέσει τον ιερέα αλλά να τον βοηθήσει ανταποδίδοντας το καλό.

Οι πράξεις του Βασίλειου του Μέγα έχουν προκαλέσει τεράστια συγκίνηση σε κάθε ορθόδοξοΧριστιανόκαι μέχρι και σήμερα είναι ένας από τους πιο λαμπρούς και γνωστούς Αγίους της εκκλησίας μας. Αυτό που θεωρείται συχνά ως το πιο σημαντικό του επίτευγμα και χαρακτηρίζει απόλυτα το ήθος του είναι το γεγονός πως ο ίδιος δε φοβόταν για την δική του υγεία, αλλά νοιαζόταν για τον κάθε συνάνθρωπό του που έπασχε και βοηθούσε ο ίδιους τους λεπρούς με το να γιατρεύει τις πληγές τους. Από πράξεις του όπως αυτή, πρέπει ο καθένας μας να πάρει παράδειγμα, δηλαδή να αφήσουμε στην άκρη τον εγωισμό μας και να προσπαθούμε με τον κάθε δυνατό τρόπο να βοηθάμε όποιον βρίσκεται σε ανάγκη.


Ζ. Δ, Δ.Δ. , Δ.Κ., Δ. Κ, Ε. Μ.




Η ζωή του Αγίου Ιωάννη, το κοινωνικό και ιεραποστολικό του έργο.

Γ. Κ., Κ. Κ. , Δ. Γ.


Εισαγωγή


Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γνωστός και ως Ιωάννης της Αντιόχειας, ήταν Αντιοχέας, Έλληνας ρήτορας όπου ανακοινωθεί Άγιος. Γεννηθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας, πατέρας του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα, έμεινε ωστόσο ορφανός από πατέρα σε ιδιαίτερα μικρή ηλικία. Η μητέρα του  τον ανέθρεψε και τον μόρφωσε με χριστιανικό τρόπο. Παρουσίαζε διαρκώς ενδείξεις εξαιρετικά υψηλού νοητικού επιπέδου και αντίληψης, καθώς σπούδασε πληθώρα επιστημών στην Αντιόχεια αλλά και στην Αθήνα, μαζί με τον καλό του φίλο Μέγα Βασίλειο, ενώ αποτέλεσε συμφοιτητής του μέλλοντα αυτοκράτορα Ιουλιανού του παραβάτη. Έδρασε  κυρίως στις γύρω περιοχές της γενέτειράς του και στην Πόλη. Χειροτονήθηκε διάκονος το 381 μ.Χ., σε ηλικία 34 ετών. Κατά την ιερατική του διακονία οι λόγοι του ξεπέρασαν την Αντιόχεια και η φήμη του αυτή έφτασε μέχρι τη Κωνσταντινούπολη και έτσι, το 397 μΧ., με κοινή ψήφο  έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, κάτι που ο ίδιος δεν επεδίωκε ποτέ. Τελικά πέθανε εκδιωγμένος κατά την τρίτη του εξορία από την αυτοκράτειρα το 407, λόγω των αυστηρών  επικρίσεων όπου της ασκούσε. Ο ίδιος συγκαταλέγεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ανάμεσα στις κορυφαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, κατέχοντας αξεπέραστο χαρίσματα στην ομιλία. Επιπλέον, διατέλεσε επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, όπου διακρίθηκε για το φιλανθρωπικό έργο που διενήργησε. Τελικά αναδείχτηκε ως ένας από τους πλέον λαοφιλείς ιεράρχες, καθώς μέχρι και σήμερα θεωρείται άγιος από την Καθολική Εκκλησία, τα Λουθηρανικά και Αγγλικανικά δόγματα, ενώ κατατάσσεται στους μεγάλους πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κληροδοτώντας ένα διαχρονικό συγγραφικό έργο στην ανθρωπότητα. Το έτος 2007,  της γέννησης όλων μας, ονομάστηκε έτος Άγ.Ιωάννου του Χρυσοστόμου, διότι με αυτό συμπληρώθηκαν 1600 έτη από τη μαρτυρική κοίμηση του μεγα­λυτέρου Πατρός και οικουμενικού δι­δασκάλου της Εκκλησίας μας. Επί τη επετείω αυτή διοργανώθηκαν πολλές εκδηλώσεις, εκφωνήθηκαν πολλές ομιλίες και πλέχτηκαν για τον άγιο πολλά εγκώμια.


Η ζωή του


Σπουδές


Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από την μητέρα του την Ανθούσα. Εν συνεχεία, σπούδασε στη σχολή του Λιβάνιου, δάσκαλου και πολυγραφότατου συγγραφέα, στην Αντιόχεια ρητορική και του Ανδραγαθίου φιλοσοφία. Μελέτησε τα κείμενα της κλασικής ανθρωπιστικής παιδείας. Αφομοίωσε τους εκπαιδευτικούς θησαυρούς τής αρχαιότητας, οι οποίοι του προσέφεραν σημαντικό υλικό για την οργάνωση του παιδαγωγικού του συστήματος. Την εποχή εκείνη μάλιστα διαφάνηκε το ταλέντο της ρητορικής του ικανότητος, σε σημείο όπου ο δάσκαλός του Λιβάνιος, να θέλησε να τον κάνει συνεχιστή του έργου του στη σχολή. Η χριστιανική του όμως ανατροφή εμπόδιζε τα σχέδιά του. Ακολούθησε επίσης θεολογικές σπουδές στην Αντιόχεια, ενώ σπούδασε και ως συνήγορος, ασκώντας το επάγγελμα για λίγους μήνες. Εν τέλει εγκατέλειψε τη δικηγορία και βαπτίστηκε Χριστιανός, ενώ σύντομα, όταν έφυγε από τη ζωή η μητέρα του, το 372 μ.Χ., αποφάσισε να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή και να υιοθετησει έναν ασκητικο τρόπο ζωής ως μοναχός.


*Η δράση στην Αντιόχεια


Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, το έτος 371 χειροθετήθηκε αναγνώστης, ξεκινώντας με τον τρόπο αυτό το διδακτικό του έργο, το οποίο αποδεικνύει το γνωστικό του επίπεδο όπου είχε πάνω στις γραφές. Στην Αντιόχεια εκφώνησε τα πιο πολλά του κηρύγματα για μια δωδεκαετία. Ερμήνευσε τα πιο πολλά βιβλία Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Σώζονται γύρω στις 1.000 ομιλίες του. Όλα του τα έργα φτάνουν τους 18 ογκώδεις τόμους στην Πατρολογία του Migne. Οι 3 ομιλίες του διακρίνονται σε ερμηνευτικές, ηθικές, πανηγυρικές, εγκωμιαστικές. Έγραψε και πολλές Επιστολές και πραγματείες.  Έπειτα, θα ακολουθησει τον δρόμο της μοναστικής ζωής επί έξι χρόνια στην Αντιόχεια, όπου θα έρθει σε επαφή στο μοναχικό ιδεώδες, πριν επιστρέψει στην πόλη της Αντιόχειας για αλλη μια φορά. Η ζωή του αυτή την εποχή χαρακτηρίζεται από σκληρή άσκηση. Τρεφόταν και κοιμόταν ελάχιστα, σκληραγωγούταν ζώντας βίο φιλοπονίας, προσευχόμενος και μελετώντας κάτω από αντίξοες συνθήκες, έχοντας ως αποτέλεσμα να κλονιστεί σε μεγάλο βαθμό η υγεία του. Κατά την επιστροφή του, το 381, χειροτονείται διάκονος από τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο και το 386 πρεσβύτερος από το διάδοχό του, Φλαβιανό, μέχρι και το 397, όταν και του προτάθηκε η θέση του επισκόπου. Η φήμη για το ζήλο και την ευγλωττία του, τον έκανε γρήγορα γνωστό στην Αυτοκρατορία, φθάνοντας μέχρι και την Αυλή του αυτοκράτορα, γεγονός που τον οδήγησε τελικά και στη θέση του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.


Ως πρεσβύτερος ήδη αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση, με σκοπό να καταπολεμήσει τους αιρετικούς της εποχής, κυρίως Αρειανούς, τους Ιουδαίους οι οποίοι προσεταιρίζονταν τους Χριστιανούς, τους πλούσιους και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως. Ίδρυσε επίσης διάφορα ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία, καθώς καθιέρωσε επίσης το συσσίτιο.


Διωγμοί


Τα κηρύγματά του δεν αργησαν να προκαλεσουν πλήθος αντιδράσεων. Έτσι δημιουργήθηκε ένα έντονο και ασφυκτικό “Αντι-Χρυσοστομικό” κλίμα. Ιδιαίτερα όμως, εξόργισε ο κοινωνικός περίγυρος της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το αποκορύφωμα της όλης κατάστασης κατά του Χρυσοστόμου ήταν ο έλεγχος όπου ασκούσε στην Αυτοκράτειρα Ευδοξίας, η οποία παρανόμως οικειοποιήθηκε το χωράφι μιας φτωχής χήρας. Επιπρόσθετα, οι διάφορες τάξεις οι οποίες θίγονταν από τα κήρυγμάτα του, έψαχναν διαρκώς αφορμές για να συκοφαντήσουν τον επίσκοπο, αλλά και να εξέφραζαν στην Αυλή αυτή την δυσαρέσκειά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του γεγονότος αυτού ήταν η ανέγερση ενός λεπροκομείου και η επίθεση που δέχτηκε από τη Πόλη, εξαιτίας της οικονομικής ζημίας με την οποία θα επιβαρύνονταν διάφορα κτήματά. Επίσης πολλοί ήταν εκείνοι που αποσκοπούσαν την θέση του. Πρωτεργάτες της δυσαρέσκειας υπήρξαν ο Ευτρόπιος και ο Γάιος που ήταν αρχηγός των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ από εκκλησιαστικής πλευράς, ο Σεβηριανός Γαβάλων, ο Ακάκιος Βεροίας και ο Αντίοχος Πτολεμαΐδας. Ο κορυφαίος όμως διώκτης του Αγίου ο οποίος συνεισέφερε στις κατηγορίες σε βάρος του και συνάσπισε τους αντιχρυσοστομιστές για να τον αποπέμψουν, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Ο Θεόφιλος κατάφερε να πείσει την Αυτοκράτειρα, ότι όταν ο Ιωάννης αναφερόταν σε ομιλίες στην Ιεζάβελ, υπονοούσε αυτή, κάτι που συνεπάγετο ενοχή για εσχάτη προδοσία. Στόχος του Θεόφιλου ήταν όχι μόνο η απομάκρυνσή του, αλλά και η εξόντωσή του. Τελικά συνήλθε ψευδοσύνοδος-παρωδία, στην οποία παρευρέθηκαν οι μισοί Επίσκοποι και αποφασίστηκε η εξορία του. Ο ίδιος μάλιστα δεν παρέστη, ενώ ανάμεσα στους κατηγόρους ήταν και κληρικοί. Προεξάρχων ήταν ο Θεόφιλος (κατηγορούμενος σε άλλη περίπτωση για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά, για την οποία ποτέ δεν δικάστηκε).


Σύντομα, όμως, ο Ιωάννης επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο λόγω του φόβου που προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού, ενός μεγάλου κακού στο οικογενειακό περιβάλλον της Ευδοξίας και συνάμα ενός σεισμού που συνέβη, ενώ ο Ιωάννης ταξίδευε για τη εξορία, που εξελήφθη ως θεϊκό σημείο. Μετά από λίγο καιρό, ήρθε η ώρα της δεύτερης και μόνιμης εξορίας του Αγίου. Αυτό συνέβη διότι ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του. Υπήρξε ασυμβίβαστος προς τη ανηθικότητα, την ειδωλολατρεία, τον κοσμικό έκλυτο βίο. Αποκορύφωμα υπήρξε η νέα δριμεία κριτική που άσκησε ο Χρυσόστομος στην Ευδοξία για ένα άγαλμα της, το οποίο ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας, στο οποίο τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις. Αυτή τη φορά, πάλι σύμφωνα με τους αντιπάλους του, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την Ευδοξία Ηρωδιάδα, κάτι που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκράτειρας, η οποία τον εξόρισε οριστικά, με τη βοήθεια της συνόδου. Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να φύγει παρά τη θέλησή του Αρκαδίου. Μάλιστα τις παραμονές της οριστικής του εξορίας, αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές. Όμως ούτε και τότε τελείωσε ο διωγμός του. Αυτό φάνηκε από τα γεγονότα του Πάσχα του 404, όταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά από ψευδή καταγγελία του Θεοφίλου στον Αρκάδιο, οι στρατιώτες του αυτοκράτορα επιτέθηκαν την ώρα της Λειτουργίας στο συναχθέν πλήθος, με την αιτιολογία ότι ήταν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου. Ακολούθησαν βαρβαρότητες εκείνη τη νύχτα καθώς και την επόμενη ημέρα από το στρατό και τους υπερασπιστές του Ιωάννη, οπου αποκλήθηκαν «Ιωαννίται».



Η τελική του εξορία και ο μαρτυρικός θάνατός του Αγίου


Μόνιμο αίτημα του Χρυσοστόμου ήταν να ακροασθεί από την Οικουμενική σύνοδο. Αυτό όμως προσέκρουε στα συμφέροντα των αντιπάλων του, οι οποίοι γνώριζαν τη αντικανονικότητα της συνόδου, με αποτέλεσμα να μην τον δέχονται. Το βαρύ αυτό κλίμα τον υποχρέωσε σε εγκλεισμό στο επισκοπείο του επί δύο μήνες. Όμως αυτό δεν αρκούσε στους αντιπάλους του, επιθυμούσαν πάση θυσία το διωγμό του. Έτσι ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον Ακάκιο, άσκησαν έντονη πίεση στον Αρκάδιο και τον έθεσαν υπευθυνο σε περίπτωση ταραχών. Εν τέλει εκδίδεται διάταγμα εξορίας του Ιωάννη, στις 20 Ιουνίου. Το κλίμα ήταν βαρύ. Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες είχαν εντολές να τον συλλάβουν και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να τις καταστείλουν άμεσα. Τελικά παραδίδεται αφού εμφανίζεται στους υποστηρικτές του επισκόπους, ώστε με ειρηνικό τρόπο να τους αποχαιρετίσει και να εξέλθει κρυφά, ώστε να μην προκληθούν νέες αιματοχυσίες. Η διαθήκη του ήταν να διατηρήσουν ενωμένη την εκκλησία προκειμένου να μην προκληθεί σχίσμα.


Έτσι, ο Άγιος φτάνει στη Νίκαια της Βιθυνίας όπου εν συνεχεία οδηγήθηκε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Εκεί γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει, ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Όπως μαθαίνουμε από το πλήθος επιστολών του, είναι ένα ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών. Όπου εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη. Αντιθέτως σε πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς δέχεται επιθέσεις από φιλο-Θεοκλητικούς και αντι-Χρυσοστομικούς επισκόπους. Κάθε μέρα περπατεί πολλά χιλιόμετρα περνώντας πλήθος κακουχιών. Οι συνοδοί του είχαν εντολή πως αν πέθαινε θα έπαιρναν και πρόσθετο μισθό γι' αυτό του φέρονταν πολλές φορές βάναυσα. Στην Κουκουσό φθάνει μετά από ταξίδι επτά μηνών, σχεδόν ημιθανής.


Αφού συνήλθε, το μέρος της εξορίας του γίνεται πόλος έλξης πολλών πιστών. Αυτό το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του Αυτοκράτορα, το οποίο έβλεπε να αναπτύσσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξόριστου επισκόπου. Ο Αρκάδιος, ενώ η Ευδοξία είχε πεθάνει, αποφασίζει τη περαιτέρω απομάκρυνση του στην Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του Πάπα Ιννοκέντιου να επιστρέψει ώστε να ακουστεί από σύνοδο. Οδοιπορεί για τρεις μήνες προς τον τόπο της εξορίας του, υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει, γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος. Κουρασμένος από τις πολλές κακουχίες, την έντονη ασκητική ζωή και βαριά άρρωστος πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 καθ᾽ οδόν προς την εξορία, στα Κόμανα της σημερινής Τουρκίας.


Παρέμεινε όμως ιδιαίτερα δημοφιλής και μετά το πέρας της ζωής του. Έτσι όταν το 434 Πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρακάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 438 η λάρνακα με το λείψανό του μεταφέρθηκε με λαμπρή και συγκινητική πομπή στην βασιλεύουσα και τοποθετήθηκε στο Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων, ενώ ο λαός έμπλεος χαράς αναβοούσε: «Απόλαβε του θρόνου σου Άγιε!».


Κοινωνικό και ιεραποστολικό έργο


Μέσω το χάρισμα του λόγου του και τα θαυμάσια κηρύγματά του ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ενέπνεε στην κοινωνία το συναίσθημα της φιλαλληλίας και της αλληλεγγύης και συνιστούσε στους πλούσιους να βοηθούν εκείνους που είχαν ανάγκη. Ιδιαίτερα καυτηρίαζε τη φιλαργυρία και την πλουτομανία και έλεγε ότι αυτά είναι νοσήματα τα οποία έχουν καταλάβει τις ψυχές ολόκληρης της οικουμένης. Επίσης, εκάκιζε τους πλούσιους γιατί έκαναν κακή χρήση του πλούτου τους, ενώ μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της Αντιόχειας λιμοκτονούσε και ένα πλήθος από ζητιάνους περιέτρεχε τους δρόμους της πόλης για να ζητήσει βοήθεια. Επιπλέον με τις υπέροχες ομιλίες του δίδασκε την ευσέβεια, την πίστη στον Θεό, την υπακοή στις αρχές, την αποφυγή της μέθης, της πολυτέλειας και όλων των άλλων κακών.

   Η φήμη για τη μόρφωσή του και την αρετή του διαδόθηκε ευρύτατα και έγινε παντού γνωστός «ως επιστήμων της ιεροσύνης».

Ωραιότατη εικόνα για τη φιλανθρωπική δράση του μας δίνει ο επίσκοπος Θεοδώρητος, ο οποίος λέγει τα εξής:

«Ο ένας τον ικετεύει για να τον βοηθήσει. Ο άλλος που πεινάει του ζητάει τροφή και ο γυμνός ένδυμα. Άλλος πάλι που πενθεί του ζητά παρηγοριά. Άλλος τον παρακαλεί να τον απολύσει από τη φυλακή. Άλλος τον σέρνει να επισκεφθεί τον ασθενή. Ο ξένος του ζητάει να του προσφέρει καταφύγιο και άλλος τον προσκαλεί στο σπίτι του για να δώσει λύση στα οικογενειακά προβλήματά του».

Κύριο μέλημά του το πώς θα σώσει τον άνθρωπο· άνδρα ή γυναίκα, συγγενή, φίλο ή εχθρό, φτωχό ή πλούσιο, έναν ή τεράστιο ακροατήριο. Όλα για την δόξα του Θεού. 

Συγκρότησε ακόμη, ομάδα αφοσιωμένων κληρικών και μαθητριών, αξιοποιώντας τους στην ιεραποστολική και φιλανθρωπική δράση. Στη διδασκαλία του ο Χρυσόστομος προβάλλει και σκιαγραφεί εντονα τις αρνητικές πλευρές της τότε χριστιανικης κοινωνίας.




*Η δράση στην Αντιόχεια


Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, το έτος 371 χειροθετήθηκε αναγνώστης, ξεκινώντας με τον τρόπο αυτό το διδακτικό του έργο, το οποίο αποδεικνύει το γνωστικό του επίπεδο όπου είχε πάνω στις γραφές. Στην Αντιόχεια εκφώνησε τα πιο πολλά του κηρύγματα για μια δωδεκαετία. Ερμήνευσε τα πιο πολλά βιβλία Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Σώζονται γύρω στις 1.000 ομιλίες του. Όλα του τα έργα φτάνουν τους 18 ογκώδεις τόμους στην Πατρολογία του Migne. Οι 3 ομιλίες του διακρίνονται σε ερμηνευτικές, ηθικές, πανηγυρικές, εγκωμιαστικές. Έγραψε και πολλές Επιστολές και πραγματείες.  Έπειτα, θα ακολουθησει τον δρόμο της μοναστικής ζωής επί έξι χρόνια στην Αντιόχεια, όπου θα έρθει σε επαφή στο μοναχικό ιδεώδες, πριν επιστρέψει στην πόλη της Αντιόχειας για αλλη μια φορά. Η ζωή του αυτή την εποχή χαρακτηρίζεται από σκληρή άσκηση. Τρεφόταν και κοιμόταν ελάχιστα, σκληραγωγούταν ζώντας βίο φιλοπονίας, προσευχόμενος και μελετώντας κάτω από αντίξοες συνθήκες, έχοντας ως αποτέλεσμα να κλονιστεί σε μεγάλο βαθμό η υγεία του. Κατά την επιστροφή του, το 381, χειροτονείται διάκονος από τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο και το 386 πρεσβύτερος από το διάδοχό του, Φλαβιανό, μέχρι και το 397, όταν και του προτάθηκε η θέση του επισκόπου. Η φήμη για το ζήλο και την ευγλωττία του, τον έκανε γρήγορα γνωστό στην Αυτοκρατορία, φθάνοντας μέχρι και την Αυλή του αυτοκράτορα, γεγονός που τον οδήγησε τελικά και στη θέση του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.


Ως πρεσβύτερος ήδη αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση, με σκοπό να καταπολεμήσει τους αιρετικούς της εποχής, κυρίως Αρειανούς, τους Ιουδαίους οι οποίοι προσεταιρίζονταν τους Χριστιανούς, τους πλούσιους και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως. Ίδρυσε επίσης διάφορα ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία, καθώς καθιέρωσε επίσης το συσσίτιο.


Η Επισκοπή Κωνσταντινουπόλεως


Το έργο που ανέπτυξε ήταν πολυσχιδές και περιελάμβανε έντονη κηρυκτική, αντιαιρετική, φιλανθρωπική, συγγραφική και κοινωνική δράση. Η ρητορική του δεινότητα σαγηνεύει τα πλήθη, χριστιανούς και μη, ενώ η φήμη του φθάνει ως τα αυτιά της Αυτοκρατορικής αυλής. Το 397, όπου και πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, οι άνθρωποι της Αυλής τον φέρνουν στην Κωνσταντινούπολη για να διαδεχθεί τον Νεκτάριο. Μάλιστα την υποψηφιότητά του την στήριξε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μετά από υπόδειξη του πανίσχυρου και σκανδαλοποιού ευνούχου Ευτροπίου, ο οποίος τον είχε γνωρίσει και είχε εντυπωσιαστεί από τις ικανότητές του. Έτσι το Φεβρουάριο του 398, με σύμφωνη γνώμη κλήρου και λαού, χειροτονείται από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας, παρότι ο ίδιος ήταν κατά της συγκεκριμένης πράξης, καθότι ήθελε να επιβάλει δικό του επίσκοπο.




Δράση του Αγίου στην Πόλη


Από τη νέα θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του λαού, όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά ιδρύει και σειρά ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσια συσσίτια με τα οποία θρέφει 7.000 απόρους ανθρώπους όπου ζούσαν στην Πόλη. Καταργεί κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη που δεν ήταν απαραίτητα και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Επιπρόσθετα ως γνήσιος διάδοχος των Αποστόλων και ως άριστος πνευματικός επιτελάρχης οργάνωσε ιεραποστολές στην Περσία, την Κελτική, τη Φοινίκη, τη Σκυθία και τη Γοτθία.


Αυτό όμως που αποτελεί το μεγαλύτερό του προσόν, είναι το άφθαστο χάρισμα του λόγου. Στο πρόσωπο του η χριστιανική ρητορική τέχνη επρόκειτο να βρει τον μεγαλύτερο θεράποντά της. Μιλάει στις περίφημες ομιλίες του για το λόγο του Ευαγγελίου, τη μετάνοια, τη μεταστροφή στο Θεό. Θεολογεί, εμβαθύνει στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και στα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας. Κοινωνιολογεί, ψυχολογεί και ηθικολογεί. Καταδικάζει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με συγκράτια και χωρίς να κατονομάζει ώστε να μην θίγονται συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις. Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.


Ο ίδιος υπήρξε αυστηρός ασκητής στην προσωπική του ζωή, υπόδειγμα θυσίας και αυταπαρνήσεων. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε στο να μην ανέχεται την παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία και σκανδαλοποιών κληρικών. Αυτό ήταν που τον έφερε σε ρήξη και με μεγάλο μέρος του κλήρου, που δεν άντεχε την σκληρή κριτική του. Ο Ιωάννης αγωνίστηκε για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών αξιών όπου βρισκόταν τότε σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά. Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, β) των «κολάκων και παρασίτων», όσων κληρικών δηλαδή απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «κοιλιοδούλων», όσων δηλαδή ζούσαν αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες «αδελφές» τους. Έλαβε μέτρα, επίσης, για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου. Μάλιστα, δεν δίστασε να καταργήσει 13 επισκόπους ως «σιμωνιακούς» και ανάξιους και να τους αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς, υποστηρίζοντας ότι «εάν ο κλήρος που είναι το άλας της γης, παρουσιάζει έκλυτο βίο, πώς θα ζητήσουμε από το ποίμνιο να ζει άγιο και κατά Χριστόν βίο;».


Η μεταβολή που προκάλεσε στην Εκκλησία


Ο Χρυσόστομος ήταν ο κύριος διαμορφωτής της Θεία Λειτουργίας, που στην εποχή του επεξεργάστηκε και εισήγαγε, με νέο τρόπο δόμησης στην Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία επεκράτησε σε όλη την Ανατολική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η σημαντικότητα αυτού του εγχειρήματος πηγάζει από το ότι η απλοποίηση του Λατρευτικού γεγονότος των πιστών, απαλλάχτηκε από το παλαιότερο λατρευτικό κατεστημένο, που πέρα από την ανισομέρειά του γινόταν κουραστικό λόγω της διάρκειάς του. Έτσι χάρη σε αυτή την καινοτομία που εισήγαγε έκανε πιο κατανοητή τη Θεία Λειτουργία στους πιστούς με χαμηλότερο πνευματικό επίπεδο, ενώ έδωσε τη δυνατότητα στα νέα ή υποψήφια μέλη της εκκλησίας, να μπορούν ευκολότερα να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν το λατρευτικό γεγονός που αποτελούσε τον πυρήνα της πίστης της εκκλησίας.


Ο Χρυσόστομος αντιλήφθηκε από τον καιρό όπου ακόμα ζούσε στην Αντιόχεια, ότι η εκκλησία στην εποχή του είχε αμετακλήτως περάσει στο λεγόμενο Μητροπολιτικό σύστημα. Δεν είχε όμως εφαρμοστεί πλήρως, έτσι η οργανωτική προσπάθεια που κατέβαλε κατά την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη δείχνει την κατανόησή του για το πως έπρεπε να δομηθεί το εκκλησιαστικό σύστημα για την ευρύτερη εξυπηρέτηση του λαού. Αυτή η οργανωτική προσπάθεια διαμορφώθηκε σε δύο κυρίως επίπεδα. Στην οργάνωση του ανθρώπινου δυναμικού και την οργάνωση του ποιμαντικού έργου. Στην προσπάθεια για καλύτερη εξυπηρέτηση του ποιμνίου συντάσσει και οργανώνει το τάγμα των χηρών και των διακονισσών σε μια προσπάθεια ευρύτερης προσέγγισης του γυναικείου ποιμνίου το οποίο βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Επίσης οργανώνει το ιερατικό σώμα με τέτοιο τρόπο ώστε οι ιερείς να γίνονται υπηρέτες του λαού και όχι έμμισθοι επαγγελματίες οι οποίοι έβλεπαν καθαρά με κοσμικό μάτι την οργάνωση της εκκλησίας. Βέβαια αυτή η οργάνωση δε θα μπορούσε, όπως και το ευρύ ιεραποστολικό έργο που διενήργησε, να θεωρηθεί κάτι καινοτόμο, όμως οι θεσμοί αυτοί είχαν ατονήσει ιδιαίτερα την εποχή που ανέλαβε ο Χρυσόστομος τον επισκοπικό θρόνο, με αποτέλεσμα να δώσει νέα ώθηση και να γίνει παράδειγμα καθόλη τη βυζαντινή περίοδο η οργάνωση της εκκλησίας. Σε ότι αφορά το ποιμαντικό έργο, ο Χρυσόστομος οργάνωσε σε πιο τακτά χρονικά διαστήματα τη λατρεία της εκκλησίας, έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην ποίμανση μέσω των ομιλιών, οι οποίες είχαν διακοπεί κατά την περίοδο του Νεκταρίου. Θα λέγαμε πως ο Χρυσόστομος έδωσε νέο νόημα στην έννοια κατήχηση μέσω της χρήσης των ομιλιών που παραμένει μέχρι σήμερα πρότυπο ποιμαντικής διακονίας.


Η αντιμετώπιση που ο Χρυσόστομος εφάρμοσε σχετικά με τους αμαρτωλούς και την αμαρτία ήταν σαφής. Επίθεση και κατάκριση στην αμαρτία, επιείκεια στον άνθρωπο. Μάλιστα στις ομιλίες διενεργεί σημαντική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτή ήταν μια νέα καινοτομία η οποία κατά τους επικριτές του, αλλά και τους πιο αυστηρούς ζηλωτές, έδειχνε αδυναμία και υποχώρηση στα αποστολικά δεδομένα. Η πραγματικότητα όμως ήταν ότι αυτή η τακτική είχε σημαντικά αποτελέσματα καθώς μπόρεσε η εκκλησία να εισάγει στους κόλπους της αρκετούς ετερόδοξους οι οποίοι είχαν εισέλθει σε έτερα δόγματα, με αποτέλεσμα εν συνεχεία να γίνει θεσμός και να θεωρηθεί ως η ασφαλέστερη μέθοδος προσέγγισης για την εκκλησία. Οι υποστηρικτές του υπερασπίζοντάς τον, ανέφεραν πως κάθε εποχή έχει το δικό της τρόπο προσέγγισης με βάση τις διαμορφωμένες συνθήκες.


Περί ιεραποστολών σχολιασμός και αποσπάσματα σχετικών επιστολών του Αγίου 


Τόσο ως Πρεσβύτερος στην Αντιόχεια όσο και ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, εν μέσω τόσων τρικυμιών, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν έπαψε να φλέγεται από τον πόθο να επιστρέψουν στον Χριστό οι ειδωλολάτρες. Για να αντιληφθούμε σαφέστερα τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Χριστιανοί Ιεραπόστολοι σε ορισμένες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τον τρόπο ενέργειας, αλλά ακόμη και το Άγιο πάθος του Χρυσοστόμου για την Ιεραποστολή, αναφέρουμε κάπως αναλυτικά, με βάση τις επιστολές του, τα σχετικά με την Ιεραποστολή της Φοινίκης.

Τέλη του 4ου αιώνα, ο Χρυσόστομος «μαθών την Φοινίκη έτι περί τας των δαιμόνων τελετάς μεμηνέναι, ασκητάς με ζήλω θείω πυρπολουμένους συνέλεξε, νόμοις δε αυτούς οπλίσας βασιλικοίς, κατά των ειδωλικών εξέπεμψε τεμενών». Οι ειδωλολάτρες όμως επανειλημμένως επιτέθηκαν κατά των Ιεραποστόλων και κατέστρεψαν τους ναούς και τα οικήματά τους. Κατά τα έτη 405-406 η ειδωλολατρική αντίσταση έφθασε στο κατακόρυφο. Ο Χρυσόστομος, λησμονώντας την προσωπική του ταλαιπωρία, κάνει το παν για να ενισχύσει την Ιεραποστολή με εμπνευσμένους ανθρώπους και με εφόδια.

Τον Αύγουστο του 404, «τη τετάρτη του Πανέμου μηνός μέλλων από της Νικαίας διεξορμάν» για τον μακρινό τόπο της εξορίας του, γράφει στον πρεσβύτερο Κωνστάντιο, ο οποίος είχε καθώς κεντρική ευθύνη στην Ιεραποστολή της Φοινίκης, για να τον ενισχύσει. Τον παρακαλεί να τον ενημερώνει «συνεχώς» και «πυκνότατα» και για την πορεία τής εργασίας τού αναγγέλλει με χαρά ότι κατόρθωσε να πείσει έναν ασκητή «μονάζοντα εγκεκλεισμένον», «ελθείν εις Φοινίκην».

Σαφέστερα διαπιστώνουμε το εκπληκτικό ενδιαφέρον τού Χρυσοστόμου για την Ιεραποστολή μελετώντας τις επιστολές που έγραψε από την εξορία του, «εν θλίψει και περιστάσει και ερημία οικών εις την Κουκουσόν». Με λεπτότητα αλλά και επιμονή παρακαλεί τους πλούσιους φίλους του να βοηθήσουν τους ιεραποστόλους. Το μεγαλύτερο μέρος από τα εφόδια που τού στέλνουν τα διαβιβάζει σ' αυτούς.

Συγκινητικό είναι το ακόλουθο επεισόδιο. Ο πλούσιος Διογένης από την Αντιόχεια τού έστειλε με τον ευσεβή Αφραάτη διάφορα δώρα. Στην αρχή τα αρνήθηκε. Τελικώς όμως τα δέχθηκε, παρακαλώντας τον Διογένη να επιτρέψει στον Αφραάτη να τα μεταφέρει στους ιεραποστόλους της Φοινίκης. Συγχρόνως, κινητοποιώντας τα μετόπισθεν προσπαθεί να πείσει ικανούς κληρικούς να βοηθήσουν αυτοπροσώπως στην Ιεραποστολή τών ειδωλολατρών, «Δια ταύτα σε θαυμάζοντες και μακαρίζοντες ου διαλιμπάνομεν, ότι και πρότερον τους μοναχούς έπεμψας», γράφει στον πρεσβύτερο Νικόλαο, «και ότι νυν, εν πραγμάτων δυσκολία τοσαύτη, ου μόνον αυτούς ουκ απήγαγες, αλλά και μένειν εκέλευσας, αρίστου κυβερνήτου και ιατρού γενναίου πράγμα ποιών». Και τελειώνει παρακαλώντας τον «εμπλήσαι την Φοινίκην γενναίων ανδρών, και τους τε εκεί μεμενηκότας στηρίζων επί πλέον». Το ενδιαφέρον του παραμένει αδιάπτωτο παρ' όλη την επιδείνωση τής καταστάσεώς του.

Χαρακτηριστική τών δυσκολιών τής ιεραποστολικής εργασίας στη Φοινίκη, αλλά και τού ζήλου τού Χρυσοστόμου, είναι η επιστολή την οποία στέλνει «προς τους εν Φοινίκη πρεσβυτέρους και μονάζοντας, τους κατηχούντας τους Έλληνας», «Παραμένετε», τους παραγγέλλει, «ενίστασθε. Ουδέν γαρ υμίν έχει λείψαι ουδέ νυν, αλλά και τής αυτής αφθονίας και δαψιλείας απολαύειν υμάς εκέλευσα, είτε εν ενδύμασιν, είτε εν υποδήμασιν, είτε εν διατροφαίς τών αδελφών. Ει δε ημείς εν τοσαύτη θλίψει όντες, και περιστάσει, και ερημίαν οικούντες την Κουκουσόν, τοσαύτην ποιούμεθα φροντίδα τών κατορθωμάτων τών υμετέρων, πολλώ μάλλον και υμάς δει πολλής ευπορίας απολαύοντας, κατά την χρείαν λέγω τών αναγκαίων, τα παρ' εαυτών συνεισφέρειν. Παρακαλώ τοίνυν, μηδείς υμάς φοβήση. Και γαρ τα πράγματα χρηστοτέρας έσχεν ελπίδας».

Η τρυφερή του επιμονή γίνεται αληθινή ικεσία, όταν γράφει για να παρακαλέσει ορισμένους ευσεβείς κληρικούς να σπεύσουν σε χώρες Ιεραποστολής. Τούς το ζητεί ως προσωπική χάρη, η οποία θα τον ανακουφίσει, «Ει γαρ μάθοιμεν ότι αποδεδήμηκας εκείσε», γράφει στον πρεσβύτερο Γερόντιο «μετά της γνώμης εκείνης, πάντα ποιήσαι και παθείν υπέρ σωτηρίας τών αυτόθι ψυχών παρεσκευασμένος, ουδέ ερημίαν ηγησόμεθα οικείν από τής τοσαύτης ηδονής».

Η Ιεραποστολή της Φοινίκης αντιμετώπισε δύσκολες φάσεις: «Ήλθεν εις ημάς, ότι πάλιν ανήφθη τα εν Φοινίκη κακά, και η τών Ελλήνων ηυξήθη μανία, και πολλοί τών μοναχών οι μεν επλήγησαν οι δε και απέθανον», γράφει στον πρεσβύτερο Ρουφίνο. Η ανάγκη για βοήθεια είναι επείγουσα. Γι' αυτό ο Χρυσόστομος επιμόνως παρακινεί τον δυναμικό κληρικό να εγκαταλείψει τη μονή του και να σπεύσει να ενισχύσει την Ιεραποστολή, «Μη τοίνυν μέλλε, μηδέ αναβάλλου, αλλά πλείονι κέχρησο τω τάχει», «σπεύσον», «αμελλητί». Τού υπόσχεται δε ολόψυχη και συνεχή τη συμπαράστασή του: «Ου γαρ ησυχάσομεν και δι' εαυτών, και δι' ετέρων, ων αν οίον τε ή, τούτο ποιούντες, καν μυριάκις και εις την Κωνσταντινούπολιν αποστείλαι δέη…». Και καταλήγει, «Και τών λειψάνων δε ένεκεν τών Αγίων μαρτύρων αμέριμνος έσο· και γαρ ευθέως απέστειλα τον κύριό μου, τον ευλαβέστατον πρεσβύτερον τον Τερέντιον προς τον κύριόν μου τον ευλαβέστατον επίσκοπον Οτρήϊον τον Αραβισσού. Αυτός γαρ έχει και αναμφισβήτητα, και πολλά, και είσω ολίγων ημερών Αποστελούμέν σοι ταύτα εις την Φοινίκην. Μηδέν τοίνυν ελλιμπανέσθω τών παρά τής σης τιμιότητος. Τα γαρ παρ' ημών οράς μεθ' όσης πεπλήρωται τής προθυμίας. Σπεύσον, ίνα προ τού Χειμώνος δυνηθής τας αστέγους Εκκλησίας απαρτίσαι». Πράγματι, με τη μεθοδική δράση τού Ρουφίνου και την οικονομική συμπαράσταση τού Χρυσοστόμου, ανοικοδομήθηκαν οι Χριστιανικοί ναοί, τους οποίους είχε καταστρέψει ο διωγμός τών ειδωλολατρών, και σταθεροποιήθηκε η θεση τών Χριστιανών. Από τότε η επικράτηση τού Χριστιανισμού υπήρξε οριστική στη Φοινίκη.

Εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι το εκπληκτικό αυτό ιεραποστολικό ενδιαφέρον εκδηλώνεται από έναν διωκόμενο αρχιεπίσκοπο σε μέρες τόσο κρίσιμες για την Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως, εννοεί καλύτερα πώς αισθανόταν ο Χρυσόστομος την Ιεραποστολή. Καμιά εποχή, όσο δύσκολη και αν είναι για την Εκκλησία από πλευράς εσωτερικών προβλημάτων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακατάλληλη για την ανάπτυξη τής ιεραποστολικής δράσεως μεταξύ τών μη Χριστιανών. Η υπερνίκηση τής ειδωλολατρίας, τόσο εντός όσο και εκτός αυτής, είναι αδιάκοπο χρέος της και κρίνει τη ζωτικότητά της.

Η Ιεραποστολή μεταξύ τών ειδωλολατρικών πληθυσμών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνεχίσθηκε επί μακρό διάστημα. Για παράδειγμα, Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, κατά τα έτη 542-561, ανέθεσε στον μονοφυσίτη Επίσκοπο Ιωάννη (που είναι γνωστός ως Ιωάννης της Εφέσου), να εργασθεί ιεραποστολικά σε ορισμένες επαρχίες τής Μικράς Ασίας όπου υπήρχαν ειδωλολάτρες. Κατόρθωσε λοιπόν αυτός να προσελκύσει στην πίστη 70-80.000 εθνικούς και γι' αυτές του τις επιτυχίες ονομάσθηκε «σφύρα των εθνικών».

Η μελέτη τής ιστορίας του Βυζαντίου, του 4ου, 5ου και 6ου αιώνα, δείχνει πόσο παρατεταμένη και επίμονη υπήρξε η ιεραποστολική δραστηριότητα στο εσωτερικό τής αυτοκρατορίας για την προσέλκυση του ειδωλολατρικού πληθυσμού στην Εκκλησία.


Οι κυριότερες κοινωνικές του δράσεις


Μέσω το χάρισμα του λόγου του και τα θαυμάσια κηρύγματά του ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ενέπνεε στην κοινωνία το συναίσθημα της φιλαλληλίας και της αλληλεγγύης και συνιστούσε στους πλούσιους να βοηθούν εκείνους που είχαν ανάγκη. Ιδιαίτερα καυτηρίαζε τη φιλαργυρία και την πλουτομανία και έλεγε ότι αυτά είναι νοσήματα τα οποία έχουν καταλάβει τις ψυχές ολόκληρης της οικουμένης. Επίσης, εκάκιζε τους πλούσιους γιατί έκαναν κακή χρήση του πλούτου τους, ενώ μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της Αντιόχειας λιμοκτονούσε και ένα πλήθος από ζητιάνους περιέτρεχε τους δρόμους της πόλης για να ζητήσει βοήθεια. Επιπλέον με τις υπέροχες ομιλίες του δίδασκε την ευσέβεια, την πίστη στον Θεό, την υπακοή στις αρχές, την αποφυγή της μέθης, της πολυτέλειας και όλων των άλλων κακών.

   Η φήμη για τη μόρφωσή του και την αρετή του διαδόθηκε ευρύτατα και έγινε παντού γνωστός ως «επιστήμων της ιεροσύνης».

Ωραιότατη εικόνα για τη φιλανθρωπική δράση του μας δίνει ο επίσκοπος Θεοδώρητος, ο οποίος λέγει τα εξής:

«Ο ένας τον ικετεύει για να τον βοηθήσει. Ο άλλος που πεινάει του ζητάει τροφή και ο γυμνός ένδυμα. Άλλος πάλι που πενθεί του ζητά παρηγοριά. Άλλος τον παρακαλεί να τον απολύσει από τη φυλακή. Άλλος τον σέρνει να επισκεφθεί τον ασθενή. Ο ξένος του ζητάει να του προσφέρει καταφύγιο και άλλος τον προσκαλεί στο σπίτι του για να δώσει λύση στα οικογενειακά προβλήματά του».


Ως ένα παράδειγμα του κοινωνικού του έργου, ως ιερέας έτρεφε στην Αντιόχεια «3.000 καταγεγραμμένων χηρών και παρθένων και έναν μεγάλο αριθμό ορφανών και περιέθαλπε πολυάριθμους ξένους, ασθενείς και φυλακισμένους». Έκτισε γηροκομεία και πτωχοκομεία. Χρησιμοποιούσε όλο τον πλούτο της αρχιεπισκοπής για τη στήριξη του αναγκεμένου και των ιεραποστολικών κλιμακίων. «Τα χρήματα μοιράζονταν αμέσως στους φτωχούς της Αρμενίας ή χρησιμοποιούνταν στις επιχειρήσεις της ιεραποστολής». 

Επιπλέον, στην Κωνσταντινούπολη, ιδρύει και σειρά ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Πόλης, καταργεί κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης.



Οι απόψεις του Αγίου - Θέματα για συζήτηση


«Ας μην φερόμαστε στους αντιφρονούντες με επιθετικότητα και αγριότητα, αλλά ας συζητάμε μαζί τους με μετριοπάθεια, γιατί τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από την συγκαταβατικότητα και την πραότητα. «Ο δούλος του Κυρίου δεν πρέπει να είναι εριστικός, αλλά ήπιος και ανεκτικός απέναντι σε όλους» (Β’ Τιμ. 2:24).»


«Επιτρέπεται το διαζύγιο για λόγους απιστίας; Είδες τη φιλανθρωπία και την πρόνοια του Θεού; Αν η σύζυγός σου είναι ειδωλολάτρισσα, να μη την διώξης, λέει ο λόγος Του. Αν όμως είναι άπιστη, δεν σε εμποδίζω στο διαζύγιο. Αν σε μένα, λέει ο Θεός, ασεβήση, να μη την διώξης. Αν όμως προσβάλλει τη δική σου συζυγική τιμή, κανένας δεν σε εμποδιζει να πάρης διαζύγιο.»

Τροποποιημένο απόσπασμα από τον λόγο περι Συζηγικων σχεσεων του Ιωάννη του Χρυσοστόμου


Λόγοι μονοστοιχοι - Quotes


«Ότι γίνεται στον καιρό του, είναι χρήσιμο. Ότι γίνεται άκαιρα, όχι μόνο άχρηστο είναι, αλλά και βλαβερό.»


«Δεν είναι δυνατό να σωθεί κανείς, αν δεν κάνει τίποτα για τη σωτηρία του πλησίον του.»


«Να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον, για να μάθουμε να σεβόμαστε και τον Θεό. Εκείνος που είναι θρασύς στους ανθρώπους, είναι θρασύς και στον Θεό.»


«Πραγματικά πλούσιος είναι εκείνος που δεν έχει ανάγκη από τίποτε.»


«Διά ποίαν αιτίαν ο απ. Παύλος, τον μεν θάνατον του Χριστού, θάνατον ονόμασε, τον δε ιδικόν μας κοίμησιν;»


«Σε καμιά αμαρτία ο διάβολος δεν καρφώνει με τόσα πολλά καρφιά τις ψυχές, όσο στη φιλαργυρία.»







Πηγές:


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σχεδιάζοντας και Διδάσκοντας Θρησκευτικά με τα νέα Προγράμματα Σπουδών. Διδακτικά σενάρια για το μάθημα των Θρησκευτικών

1.1 Ο άνθρωπος ζει με τον Θεό - Α΄ Λυκείου

"Ο Χριστός έρχεται , όταν του μοιάσουμε [...] Πάρε τον παράδεισό μου και δος μου την κόλασή σου” - Α2